τάχος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(T22)
(40)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τάχους, τό, from [[Homer]] [[down]], [[quickness]], [[speed]]: ἐν [[τάχει]] ([[often]] in Greek writings from [[Aeschylus]] and [[Pindar]] [[down]]), [[quickly]], [[shortly]], [[speedily]], [[soon]] (German in Bälde), L Tr WH; Revelation 22:6.
|txtha=τάχους, τό, from [[Homer]] [[down]], [[quickness]], [[speed]]: ἐν [[τάχει]] ([[often]] in Greek writings from [[Aeschylus]] and [[Pindar]] [[down]]), [[quickly]], [[shortly]], [[speedily]], [[soon]] (German in Bälde), L Tr WH; Revelation 22:6.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[ταχύς]]<br /><b>1.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]], [[γοργότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εν τάχει»<br />(λόγ. τ.) [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «όσον [[τάχος]]»<br />(λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη δοτ.) <i>τάχει</i><br />[[ταχέως]]<br /><b>2.</b> (στην αιτ.) [[τάχος]]<br />[[ταχέως]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «διὰ τάχους» ή «εἰς [[τάχος]]» ή «κατὰ [[τάχος]]» ή «[[μετὰ]] τάχους» ή «σὺν τάχει» — [[ταχέως]], [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br />β) «ὡς [[τάχος]]» ή «ὅ,τι [[τάχος]]» ή «ή [ή δωρ. τ. ᾇ] [[τάχος]]» — όσο το δυνατόν πιο [[γρήγορα]]<br />γ) «[[τάχος]] φρενῶν» — [[ταχεία]] [[έξαψη]] της οργής (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[τάχος]] ψυχῆς» — [[ταχεία]] [[αντίληψη]]» (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάχος Medium diacritics: τάχος Low diacritics: τάχος Capitals: ΤΑΧΟΣ
Transliteration A: táchos Transliteration B: tachos Transliteration C: tachos Beta Code: ta/xos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (ταχύς)

   A swiftness, speed, ἵπποισι... οἷσιν Ἀθήνη νῦν ὤρεξε τ. Il.23.406, cf. 515; τ. καὶ βραδυτής Pl.Tht.156c, Arist. Ph.228b29, etc.: pl., velocities, Pl.Ti.39d, Lg.893d.    2 τ. φρενῶν quickness of temper, hastiness, E.Ba.670; ὁ χρόνος μάθησιν ἀντὶ τοῦ τάχους . . δίδωσι Id.Supp.419; f.l. in Pl.Lg.944c; τ. τῆς ψυχῆς quickness of apprehension, ib.689c.    II τάχος is freq. used in Adverbial phrases for ταχέως, abs. in acc., A.Th.58, Ag.945, Eu. 124, E.Rh.986, HF860 (troch.), etc.; also in dat., τάχει ὁμοίως with like velocities, Pl.Ti.36d: with Preps., διὰ τάχους S.Aj.822, Th.1.63, etc.; ἐν τάχει Pi.N.5.35, A.Pr.747, S.OC500, Th.1.86, PCair.Zen.62 (b).10 (iii B.C.), etc.; εἰς τάχος X.Eq.3.5, Ar.Ach.686, etc.; κατὰ τάχος Hdt.1.124,152, Th.1.73; κατὰ τὸ τ. PCair.Zen.130.11 (iii B.C.); τὸ τ. (without κατὰ) ib. 158.2, 166.4, 428.15, PHib.1.62.13 (all iii B.C.). etc.; μετὰ τάχους Pl.Prt.332b; μετὰ παντὸς τ. with all speed, POxy.2107.4 (iii A.D.); σὺν τάχει S.Aj.853, OC 885 (lyr.), 904: also with relatives, ὡς τάχος, = ὡς τάχιστα, A.Ag. 27, Ch.889, Hdt.5.106, Ar.Lys.1187; so ὅ τι τάχος Hdt.9.7.β, Th. 7.42, PCair.Zen.60.8 (iii B.C.); ὅσον τάχος S.El.1373, etc.; (Dor. ) τάχος Pi.O.6.23, Theoc.14.68: also ὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος Hdt. 8.107, cf. Th.2.90; ὡς εἶχον τάχους Id.7.2; πῶς πρὸς ἄλληλα τάχους ἔχει Pl.Grg.451c.

German (Pape)

[Seite 1075] εος, τό, Schnelligkeit, Geschwindigkeit; ἵππ οισι Αθήνη νῦν ὤρεξε τάχος, Il. 23, 406. 515; ἐν τάχει, Pind. N. 5, 35; δελφῖνι τάχος δι' ἅλμας ἴσον, N. 6, 67; ὡς τάχος, P. 4, 164; τάχος γὰρ ἔργου καὶ ποδῶν ἅμ' ἕψεται, Soph. Ai. 801; τὸ τάχος σου τῶν φρενῶν δέδοικα, Eur. Bacch. 669; u. in Prosa: πῶς τάχους ἔχει, Plat. Gorg. 451 d; auch im plur., Legg. X, 893 d u. A.; adverbial, vgl. Her. 5, 106; κατὰ τάχος, 4, 127. 7, 178; ὅ τι τάχος, 9, 7; ὡς εἶχον τάχους, 7, 2, u. ä. Vrbdgn, wie auch τάχος allein; οὐκ αναστήσῃ τάχος, Aesch. Eum. 121, vgl. 170; φέρ' ὡς τάχος κνημῖδας, Spt. 657; ὅσον τάχος ἔκπλει, Soph. Phil. 572; El. 1361; ἄγετέ μ' ὅτι τάχος, Ant. 1306; ἀπόδος ὡς τάχος τὰ τόξα, Phil. 912; διὰ τάχους ἐλεύσεται, Trach. 592; ὡς τάχος, Ar. Lys. 1187; ἀπὸ τάχους φεύγειν, Xen. An. 2, 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

τάχος: -εος, τό, (τᾰχὺς) σπουδή, ταχεῖα κίνησις, δρομαία κίνησις, καὶ σημαίνει κυρίως τὸ πρόσκαιρον, ἐν ᾧ τὸ ταχύτης δηλοῖ διαρκῆ ἰδιότητα, ἵπποισι..., οἷσιν Ἀθήνη νῦν ὤρεξε τάχος Ἰλ. Ψ. 406, πρβλ. 515· ἀλλὰ συχνάκις ἄνευ τοιαύτης διακρίσεως, τ. καὶ βραδύτης Πλάτ. Θεαίτ. 156C, Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 16, κλπ.· ― Πληθ., τὰ πρὸς ἄλληλα ξυμπερανθέντα τάχη Πλάτ. Τίμ. 39D, Νόμ. 893D. 2) τ. φρενῶν, ταχεῖα ἔξαψις φρενῶν, ταχεῖα ἐξέγερσις ὀργῆς, τὸ γὰρ τάχος σου τῶν φρενῶν δέδοικ’, ἄναξ, καὶ τοὐξύθυμον Εὐρ. Βάκχ. 670· ὁ χρόνος μάθησιν ἀντὶ τοῦ τάχους... δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 419, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944C· τ. τῆς ψυχῆς, ταχεῖα ἀντίληψις, αὐτόθι 689C. ΙΙ. τὸ τάχος πολλάκις κεῖται ἐν ἐπιρρ. φράσεσιν ἀντὶ ταχέως, ἀπολ., κατ’ αἰτιατ., Αἰσχύλ. Θήβ. 58, Ἀγ. 945, Εὐμ. 124, Εὐρ., κλπ· ὡσαύτως κατὰ δοτ., Πλάτ. Τίμ. 36D· ― μετὰ προθέσεων, ἀπὸ τάχους Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· διὰ τάχους Σοφ. Αἴ. 822, Θουκ. 1. 63. κλπ.· ἐν τάχει Πινδ. Ν. 5. 64, Αἰσχύλ. Πρ. 747, Σοφ. Ο. Κ. 500, Θουκ. 1. 86, κλπ.· εἰς τάχος Ξεν. Ἱππ. 3, 5, κλπ.· κατὰ τάχος Ἡρόδ. 1. 124, 152, Θουκ. 1. 73· μετὰ τάχους Πλάτ. Πρωτ. 332Β· σὺν τάχει Σοφ. Αἴ. 853, Ο. Κ. 885, 904· ― ὡσαύτως μετ’ ἐπιτατικῶν ἀναφορικῶν λέξεων, ὡς τάχος, ὡς τὸ ὡς τάχιστα, Ἡρόδ. 5. 106, Αἰσχύλ. Ἀγ. 27. Χο. 889, Ἀριστοφ. Λυσ. 1187· οὕτως, ὅ τι τάχος Ἡρόδ. 9. 7, Σοφ. Ἀντ. 1323· ὅσον τάχος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1373, κλπ.· ᾗ (Δωρ. ᾇ) τάχος Πινδ. Ο. 6. 39, Θεόκρ. 14. 68· ― ὡσαύτως, ὡς τάχεος εἶχεν ἕκαστος Ἡρόδ. 8. 107· ὡς εἶχον τάχους Θουκ. 7. 2, πρβλ. 2. 90· πῶς τάχους ἔχει Πλάτ. Γοργ. 451D.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
vitesse, rapidité, promptitude ; ὡς τάχεος εἶχεν ἕκαστος HDT aussi vite que chacun le pouvait, chacun de toute sa vitesse ; ὡς εἶχον τάχους THC aussi vite qu’ils purent litt. autant que chacun avait, qu’ils avaient de vitesse ; adv. • τάχος ESCHL en hâte ; avec une prép. : διὰ τάχους THC, διὰ τάχεος (ion.), ἀπὸ τάχους XÉN, ἐν τάχει ESCHL, εἰς τάχος XÉN, κατὰ τάχος HDT, σὺν τάχει SOPH vite, promptement, rapidement ; ὅ τι τάχος HDT, ὅσον τάχος SOPH, ᾗ τάχος PLUT au plus vite, aussi vite que possible, le plus promptement possible.
Étymologie: ταχύς.

English (Autenrieth)

εος: speed. (Il.)

English (Slater)

τᾰχος
   1 speed δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (N. 6.64) ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾆ τάχος (O. 6.23) “ὡς τάχος ὀτρύνει με” (P. 4.164) ἐν τάχει with all speed (N. 5.35)

English (Strong)

from the same as ταχύς; a brief space (of time), i.e. (with ἐν prefixed) in haste: + quickly, + shortly, + speedily.

English (Thayer)

τάχους, τό, from Homer down, quickness, speed: ἐν τάχει (often in Greek writings from Aeschylus and Pindar down), quickly, shortly, speedily, soon (German in Bälde), L Tr WH; Revelation 22:6.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ ταχύς
1. ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα
2. φρ. α) «εν τάχει»
(λόγ. τ.) γρήγορα, εσπευσμένα
β) «όσον τάχος»
(λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο γρήγορα
αρχ.
1. (στη δοτ.) τάχει
ταχέως
2. (στην αιτ.) τάχος
ταχέως
3. φρ. α) «διὰ τάχους» ή «εἰς τάχος» ή «κατὰ τάχος» ή «μετὰ τάχους» ή «σὺν τάχει» — ταχέως, γρήγορα, εσπευσμένα
β) «ὡς τάχος» ή «ὅ,τι τάχος» ή «ή [ή δωρ. τ. ᾇ] τάχος» — όσο το δυνατόν πιο γρήγορα
γ) «τάχος φρενῶν» — ταχεία έξαψη της οργής (Ευρ.)
δ) «τάχος ψυχῆς» — ταχεία αντίληψη» (Πλάτ.).