καχεξία: Difference between revisions
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[καχεξία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[βαριά]] [[διαταραχή]] και [[εξασθένηση]] όλων τών λειτουργιών της θρέψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) κακή [[διάθεση]], [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>2.</b> (ως [[φιλολογικός]] όρος)<br />το [[κακό]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καχέκτης]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cachexia</i> <span style="color: red;"><</span> υστερολατ. <i>cachexia</i> <span style="color: red;"><</span> [[καχεξία]] <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>[[ό]]- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κακ</i>-[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ἑξία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>έκτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, <b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ἕξω</i>)]. | |mltxt=η (ΑΜ [[καχεξία]])<br /><b>ιατρ.</b> [[βαριά]] [[διαταραχή]] και [[εξασθένηση]] όλων τών λειτουργιών της θρέψης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) κακή [[διάθεση]], [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>2.</b> (ως [[φιλολογικός]] όρος)<br />το [[κακό]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καχέκτης]]. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cachexia</i> <span style="color: red;"><</span> υστερολατ. <i>cachexia</i> <span style="color: red;"><</span> [[καχεξία]] <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>[[ό]]- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κακ</i>-[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ἑξία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>έκτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, <b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ἕξω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰχεξία:''' ἡ ([[ἕξις]]), κακή [[κατάσταση]] σώματος, αντίθ. προς το [[εὐεξία]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A bad habit of body, opp. εὐεξία, Hp.Aph.3.31 (pl.), Pl.Grg.450a, Arist.EN1129a20, PSI6.632.8 (iii B.C.); distd. from κακοχυμία, Gal. 10.263. 2 of the mind, bad disposition, disaffection, Diph.24, Nicol.Com.1.12, Plb.5.87.3, Hierocl.in CA7p.430M.: play on both meanings in Str.14.5.14. 3 in Lit. Crit., bad style, κ. τῆς ἑρμηνείας Phld.Rh.1.188 S., al.: pl., ib.189 S.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, schlechter Zustand, bes. schlechte Beschaffenheit des Leibes u. der Gesundheit; σωμάτων, Ggstz εὐεξία, Plat. Gorg. 450 a; Arist. part. anim. 3, 5; Sp., bes. Medic. – Uebertr., üble Gesinnung, schlechte Denkart, Diphil. bei Ath. VI, 254 f; καὶ ῥᾳθυμία Pol. 5, 87, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχεξία: ἡ, (ἕξις), κακὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἀντίθ. τῷ εὐεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλάτ. Γοργ. 450Α, Ἀριστ., κτλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κακὴ διάθεσις, κακὴ κατάστασις, Δίφιλ. ἐν «Γαμ.» 1, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, Πολύβ. 5. 87, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise constitution physique.
Étymologie: κακός, ἔχω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ καχεξία)
ιατρ. βαριά διαταραχή και εξασθένηση όλων τών λειτουργιών της θρέψης
αρχ.
1. μτφ. (για την ψυχή) κακή διάθεση, δυσαρέσκεια
2. (ως φιλολογικός όρος)
το κακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχέκτης. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cachexia < υστερολατ. cachexia < καχεξία < καχό- (πρβλ. κακ-ο-) + -ἑξία < -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω)].
Greek Monotonic
κᾰχεξία: ἡ (ἕξις), κακή κατάσταση σώματος, αντίθ. προς το εὐεξία, σε Πλάτ. κ.λπ.