ἔννυχος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(12) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔννυχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εννύχιος]]<br /><b>2.</b> ως επίθ. του Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» — [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔννυχος]] ἠώς» — [[ημέρα]] θανάτου <b>επιγρ.</b><br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔννυχα</i><br />στην [[καρδιά]] της νύχτας («ἔννυχα [[λίαν]] [[ἀναστάς]]», ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐννύχως</i><br />[[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>νυχ</i>- (<b>βλ.</b> [[νύκτα]])]. | |mltxt=[[ἔννυχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εννύχιος]]<br /><b>2.</b> ως επίθ. του Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» — [[ζοφερός]], [[σκοτεινός]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔννυχος]] ἠώς» — [[ημέρα]] θανάτου <b>επιγρ.</b><br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔννυχα</i><br />στην [[καρδιά]] της νύχτας («ἔννυχα [[λίαν]] [[ἀναστάς]]», ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐννύχως</i><br />[[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> θ. <i>νυχ</i>- (<b>βλ.</b> [[νύκτα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔννῠχος:''' -ον = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.·<br /><b class="num">I.</b> επίρρ. <i>ἔννυχον</i> ή <i>-χα</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> επίθ. του Άδη, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A ἄγγελος ἦλθε . . ἔννυχος Il.11.716, cf. Maiist.16; ἔ. κοῖται Pi.P.11.25; ὄψεις A.Pr.645: neut. pl. as Adv., ἔννυχα λίαν ἀναστάς Ev.Marc.1.35: Comp. -ώτερον Aesop.110. II epith. of Hades, S.Tr.501 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 848] dasselbe; Il. 11, 716; κοῖται Pind. P. 11, 25; ὄψεις Aesch. Prom. 648; Ἅιδας Soph. Tr. 500; φόβος Eur. Rhes. 788; ὄνειρα Hel. 1206; ὄψις Hec. 72; sp. D.; – adv., bei Nacht, auch im compar. ἐννυχώτερον, noch tiefer in der Nacht, Aesop. 79; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔννῠχος: -ον, = τῷ προηγ., ἄγγελος ἦλθε... ἔννυχος Ἰλ. Λ. 716· ἔνν. κοῖται Πίνδ. Π. 11. 39· ὄψεις Αἰσχύλ. Πρ. 645. - Ἐπίρρ., ἔννυχον, «νυχτιάτικα», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 35 (Lachm ἔννυχα), συγκρ. ἐννυχώτερον Αἴσ. 110, ἔκδ. Ἁλμίου (Halm.)· προσέτι ἐννύχως, Νικήτ. Εὐγ. 2. 316, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Κραμήρου τ. 3. σ. 335, 18. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, τὸν ἔννυχον Ἅιδαν, τὸν ἄνακτα τοῦ σκότους ᾍδην, Σοφ. Τρ. 501.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nocturne, qui agit pendant la nuit ; adv. • ἔννυχον pendant la nuit.
Étymologie: ἐν, νύξ.
English (Autenrieth)
(Il. 11.716†): in the night time.
English (Slater)
ἔννῠχος, -ον
1 nightly ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (P. 11.25)
Spanish (DGE)
(ἔννῠχος) -ον
• Morfología: [compar. ἐννυχέστερος Aesop.55.1]
1 nocturno y en uso pred. de noche ἄγγελος ἦλθε ... ἔ. Il.11.716, cf. h.Merc.284, Maiist.45, τί ποτ' αἴρομαι ἔ. οὕτω δείμασι φάσμασιν; E.Hec.69, κοῖται Pi.P.11.25, ὄψεις A.Pr.645, cf. E.Hec.72, δεῖμά τ' ἔννυχον Trag.Adesp.626d, ὄνειροι E.Hel.1190, HF 112, cf. Orac.Sib.3.293, ἀλάλαγμα Nonn.D.2.172, στίβη Babr.12.16, op. ἠμάτιος Arat.580
•ac. neutr. adverb. ἔννυχον durante la noche τὴν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺς ἀσφάλειαν ἔ. LXX 3Ma.5.5, plu. ἔννυχα λίαν ἀναστάς Eu.Marc.1.35, compar. ἐννυχώτερον ταύτας ἀνίστη más de noche las levantaba Aesop.55.3 (var. ἐννυχέστερον Aesop.55.1).
2 fig. que habita la oscuridad, tenebroso de Hades, S.Tr.501
•oscuro, engañoso de los sofistas, Plu.2.1066c.
English (Thayer)
ἔννυχον (νύξ), nightly, nocturnal (Homer, Pindar, Tragg.). Neuter adverbially, by night: L T Tr WH have neuter plural ἔννυχα (cf. Winer s Grammar, 463 (432); Buttmann, § 128,2).
Greek Monolingual
ἔννυχος, -ον (Α)
1. εννύχιος
2. ως επίθ. του Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» — ζοφερός, σκοτεινός, Σοφ.)
3. φρ. «ἔννυχος ἠώς» — ημέρα θανάτου επιγρ.
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔννυχα
στην καρδιά της νύχτας («ἔννυχα λίαν ἀναστάς», ΚΔ).
επίρρ...
ἐννύχως
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θ. νυχ- (βλ. νύκτα)].
Greek Monotonic
ἔννῠχος: -ον = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.·
I. επίρρ. ἔννυχον ή -χα, σε Καινή Διαθήκη
II. επίθ. του Άδη, σε Σοφ.