Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰσχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(18)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰσχυρίζομαι]]) [[ισχυρός]]<br />[[διατυπώνω]] [[κάτι]] και το [[υποστηρίζω]] με [[επιμονή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ισχυροποιώ]] τη [[θέση]] μου, [[γίνομαι]] [[δυνατός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δείχνω]] τη [[δύναμη]] μου σε κάποιον<br /><b>2.</b> (για αθλητές) [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> έχω [[πεποίθηση]] σε [[κάτι]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἰσχυρίζομαι]]) [[ισχυρός]]<br />[[διατυπώνω]] [[κάτι]] και το [[υποστηρίζω]] με [[επιμονή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ισχυροποιώ]] τη [[θέση]] μου, [[γίνομαι]] [[δυνατός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δείχνω]] τη [[δύναμη]] μου σε κάποιον<br /><b>2.</b> (για αθλητές) [[αγωνίζομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> έχω [[πεποίθηση]] σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσχῡρίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἰσχῡρῐσάμην</i>, αποθ. ([[ἰσχυρός]])·<br /><b class="num">I.</b> ισχυροποιούμαι, [[γίνομαι]] [[δυνατός]], [[ανακτώ]], [[κερδίζω]] [[δύναμη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υποστηρίζω]] με [[περηφάνια]], [[εμμένω]], [[επιμένω]] σε [[κάτι]], με μτχ., σε Θουκ.· [[ιδίως]], [[ισχυρίζομαι]] επίμονα, με [[πείσμα]], στον ίδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> έχω πλήρη, πάγια [[πεποίθηση]], [[εμμένω]] σε [[κάτι]], με δοτ., σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρίζομαι Medium diacritics: ἰσχυρίζομαι Low diacritics: ισχυρίζομαι Capitals: ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ischyrízomai Transliteration B: ischyrizomai Transliteration C: ischyrizomai Beta Code: i)sxuri/zomai

English (LSJ)

fut.

   A -ῐοῦμαι Lys.6.35, Isoc.17.24: aor. ἰσχῡρῐσάμην Th.5.26, Pl.Grg.489c:—make oneself strong, be strong, ἰσχυριζόμενος ὑφ' ἵππων σίδηρος gaining force from the impetus of the horses, X.Cyr.6.4.18.    II use one's strength, τῷ σώματι Pl.l.c.; esp. in overcoming resistance, πρὸς τὸ πολὺ ἧττον Arist.Pr.951a13; εἰς τοὺς ἀσθενεῖς Id.EN1124b23; contend stoutly, ὑπὲρ ἄθλων Ael.NA 15.15; persist or continue obstinately in doing... c. part., Th.7.49: abs., ibid.; esp. by word of mouth, maintain stiffly, obstinately, c. acc. et inf., Id.3.44, Is.11.1; ταῦτα Pl.Grg.495b; ὅτι... ὡς . . Th. 4.23,6.55, Pl.Tht.172b; περί τινος Id.Sph.249c.    2 put firm trust in a thing, rely on it, τῷ ξυνῷ πάντων Heraclit.114; λόγῳ Lys.6.35; διαθήκαις Is.1.3; τῷ νόμῳ Hyp.Eux.4, D.33.27; παρασκευῇ Id.44.3, cf. Isoc.17.24; feel confidence, Antipho 5.76.

German (Pape)

[Seite 1273] dep. med., fut. att. ἰσχυριοῦμαι, sich stark, fest machen, zeigen, sich tapfer halten; εἰς τοὺς ἀσθενεῖς Arist. Eth. 4, 3; von den Athleten Ael. H. A. 15, 15; sich worauf verlassen, τῷ σώματι ἰσχυρίσασθαι Plat. Gorg. 489 c; διαθήκαις Is. 1, 3; νόμῳ Dem. 33, 27; τῳδί Lys. 13, 85, vgl. 6, 35; Folgde; οἱ ἀπὸ χρησμῶν τι ἰσχυρισάμενοι Thuc. 5, 26; bes. mit Worten, steif u. fest behaupten, versichern, Antiph. 5, 76; περί τινος, Plat. Soph. 249 c; ὡς οὐκ ἔστι Theaet. 172 b; καὶ τοῦτο, ὃ μάλιστα Κλέων ἰσχυρίζεται ἐς τὸ λοιπὸν ξυμφέρον ἔσεσθαι Thuc. 3, 44; ταῦτα λέγων ἰσχυρίζετο 7, 49, vgl. 6, 55; Folgde, öfter; ἰσχυριστέον, man muß behaupten, Plat. Rep. VII, 533 a. – Bei Xen. Cyr. 6, 4, 18 pass., ἰσχυριζόμενος ὑφ' ἵππων σίδηρος, welches durch Pferde seine Kraft erhält.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχυρίζομαι) ισχυρός
διατυπώνω κάτι και το υποστηρίζω με επιμονή
μσν.-αρχ.
ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός
αρχ.
1. δείχνω τη δύναμη μου σε κάποιον
2. (για αθλητές) αγωνίζομαι για κάτι
3. έχω πεποίθηση σε κάτι.

Greek Monotonic

ἰσχῡρίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αόρ. αʹ ἰσχῡρῐσάμην, αποθ. (ἰσχυρός
I. ισχυροποιούμαι, γίνομαι δυνατός, ανακτώ, κερδίζω δύναμη, σε Ξεν.
II. 1. υποστηρίζω με περηφάνια, εμμένω, επιμένω σε κάτι, με μτχ., σε Θουκ.· ιδίως, ισχυρίζομαι επίμονα, με πείσμα, στον ίδ., σε Πλάτ.
2. έχω πλήρη, πάγια πεποίθηση, εμμένω σε κάτι, με δοτ., σε Δημ.