ποππύζω: Difference between revisions
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δωρ. τ. [[ποππύσδω]], Α<br /><b>1.</b> (ε νεργ<br />και μέσ.) [[συρίζω]] με μισόκλειστα χείλη, [[ιδίως]] για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κράζω]], [[φωνάζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] τρυφερά, [[θωπεύω]] («καὶ τὸ [[παιδίον]] τῆς τίτθης ἀφελόμενος... ὑποκορίζεσθαι ποππύζων», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[επευφημώ]], [[επικροτώ]]<br /><b>5.</b> [[φιλώ]] με συριγμό, [[δίνω]] ηχηρό [[φιλί]]<br /><b>6.</b> [[εκπέμπω]] συγκεχυμένους συριστικούς ήχους με τον αυλό<br /><b>7.</b> [[εκπέμπω]] άναρθρο ισχυρό ήχο από μεγάλο τρόμο<br /><b>8.</b> λέω «[[σουτ]]», [[ζητώ]] να γίνει [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ., η οποία εμφανίζει εκφραστικό διπλό [[σύμφωνο]] -<i>ππ</i>- και ενεστωτικό διπλασιασμό <i>πο</i>-]. | |mltxt=δωρ. τ. [[ποππύσδω]], Α<br /><b>1.</b> (ε νεργ<br />και μέσ.) [[συρίζω]] με μισόκλειστα χείλη, [[ιδίως]] για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κράζω]], [[φωνάζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] τρυφερά, [[θωπεύω]] («καὶ τὸ [[παιδίον]] τῆς τίτθης ἀφελόμενος... ὑποκορίζεσθαι ποππύζων», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> [[επευφημώ]], [[επικροτώ]]<br /><b>5.</b> [[φιλώ]] με συριγμό, [[δίνω]] ηχηρό [[φιλί]]<br /><b>6.</b> [[εκπέμπω]] συγκεχυμένους συριστικούς ήχους με τον αυλό<br /><b>7.</b> [[εκπέμπω]] άναρθρο ισχυρό ήχο από μεγάλο τρόμο<br /><b>8.</b> λέω «[[σουτ]]», [[ζητώ]] να γίνει [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ., η οποία εμφανίζει εκφραστικό διπλό [[σύμφωνο]] -<i>ππ</i>- και ενεστωτικό διπλασιασμό <i>πο</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποππύζω:''' Δωρ. -ύσδω· αόρ. αʹ <i>ἐπόππῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σφυρίζω]], [[κράζω]], [[τσιρίζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άναρθρο ήχο, που [[συνήθως]] χρησιμ. από τους Έλληνες στην [[περίπτωση]] του κεραυνού, ως [[ένδειξη]] δέους και σεβασμού, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[παίζω]] άσχημα τον αυλό, [[αφήνω]] την [[αναπνοή]] μου να ηχεί όσο [[παίζω]] τον αυλό, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor.ποππ-ύσδω, onomatop. word,
A smack the lips or cluck: hence, I call to horses, etc., Ar.Pl.732, cf. D.S.1.83:—Med., call to a horse, S.Fr.878: com., call to a man, πόρρωθεν ἀπιδὼν ἐπόππυσεν Timocl.21.7; παιδίον ὑποκορίζεσθαι ποππύζων Thphr.Char.20.5; Ποππύζουσα, title of play by Alexis; κἂν ἀστράφω ποππύζουσιν . . οἱ πάνυ σεμνοί Ar.V.626 (cf. ποππυσμός). II applaud, Phld.Acad. Ind.p.14 M.:—Pass., εἰ ποππυσθείη καὶ κροτηθείη Pl.Ax.368d. III smack, of loud kisses, AP5.244 (Maced.), 284 (Agath.). IV in bad sense, play badly on the flute, let the breath be heard in playing, Theoc.5.7.
German (Pape)
[Seite 682] dor. ποππύσδω, einen pfeifenden, schnalzenden oder schmatzenden Ton hervorbringen, indem man die Lippen zusammendrückt u. so die Luft einsaugt, ein Ton, mit dem man Thiere an sich lockt oder Pferde antreibt; ποππύζεται ζευγηλατρίς, Soph. frg. 883 bei Poll. 7, 185, entweder pass. oder med.; besänftigen, liebkosen, vgl. Ar. Plut. 732; ἐπόππυσεν αὐτόν, Timocl. com. bei Ath. IX, 407 d, er schmeichelte ihm; – auch als Zeichen des Beifalls, wie das Händeklatschen, kommt es vor, mit κροτέω verbunden, εἰ ποππυσθείη καὶ κροτηθείη, Plat. Ax. 368 d; – schmatzen, vom hörbaren Schall des Kusses, μάστακι, χείλεσι, Macedon. 7 Agath. 6 (V, 245. 285). – Bei Theocr. 5, 7 ist ποππύσδεν von schnarrenden Tönen auf der Flöte gebraucht, wo man das Blasen des Windes mit hört. – Die Alten pflegten auch so zu schnalzen, wenn es blitzte, wie man bei uns etwa sagt »Gott behüt' uns! Gott sei bei uns!« κἂν ἀστράψω, ποππύζουσιν, Ar. Vesp. 625, wo der Schol. bemerkt ἔθος γὰρ ταῖς ἀστραπαῖς ποππύζειν; vgl. Plin. H. N. 28, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ποππύζω: Δωρ. -ύσδω· ἀόρ. ἐπόππῠσα· ― συρίζω, ἐκπέμπω ποιόν τινα συριγμὸν διὰ συγκεκλεισμένων χειλέων, ὅθεν, Ι. καλῶ ζῷόν τι νὰ προσέλθῃ, εἶθ’ ὁ θεὸς ἐπόππυσεν· ἐξῃξάτην οὖν δύο δράκοντ’ ἐκ τοῦ νεὼ ὑπερφυεῖς τὸ μέγεθος, «ἐπόππυσεν, ἐσύρισεν, ἵνα οἱ δράκοντες ἐξέλθωσι δηλονότι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 732, πρβλ. Διόδ. 1. 83· ― ὡσαύτως κράζω πρὸς ἵππον, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ποππύζεται ζευγηλατρὶς Σοφ. Ἀποσπ. 883, πρβλ. Πλίν. 3. 36· ― οὕτω ποππυσμός, οῦ, ὁ, Ξεν. Ἱππ. 9. 10, Πλούτ. 2. 713Β· ― ἐντεῦθεν, κωμικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου, κράζω τινά, πόρρωθεν ἀπιδὼν ἐπόππυσεν Τιμοκλῆς ἐν «Λήθῃ» 1· πρβλ. ποππυλιάζω. ΙΙ. ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, κολακεύω, εἰ ποππυσθείη καὶ κροτηθείη Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D· οὕτω poppysma παρὰ τῷ Ἰουβεναλίῳ 6. 584· ποππυσμὸς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Πλούτ. 2. 545C. ΙΙΙ. κροτῶ διὰ τῶν χειλέων, ἐπὶ ἠχηρῶν φιλημάτων, Ἀνθ. Π. 5. 245, 285. IV. κράζω σιωπή!, «σσσούτ»...! αὐτόθι 5. 245· ὡσαύτως ἐπί τινος ἀνάρθρου ἤχου, ὃν συνήθως ἐποίουν οἱ Ἕλληνες ἐξ ὑπερβάλλοντος φόβου ὅτε ἐγίνοντο ἀστραπαὶ καὶ βρονταί, κἂν ἀστράψω ποππύζουσιν Ἀριστοφ. Σφ. 626· fulgetras poppysmis adorare consensus gentium est Πλίν. 28. 5. V. ἐπὶ κακῆς σημασίας, παίζω κακῶς τὸν αὐλόν, ἀφίνω νὰ ἀκούηται ἡ πνοὴ ἐν εἴδει ἐλαφροῦ συριγμοῦ, Θεόκρ. 5. 7, ἔνθα ὁ Σχολ. λέγει «ποππύζειν δὲ τὸ λεπτοτάτως φωνεῖν τινα φυσῶντα τὸν ἐκ τῆς καλάμης αὐλόν»· ― ὁ Gell. 9. 9, ὀρθῶς παρατηρεῖ ὅτι ἡ λέξις δὲν δύναται νὰ μεταφρασθῇ. (Ὁ τύπος κατ’ ἀναδιπλασιασμόν, ὡς τὰ κοκκύζω, γογγύζω, μορμύρω).
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπόππυσα;
siffler avec les lèvres, faire claquer la langue.
Étymologie: DELG onomatopée.
Spanish
Greek Monolingual
δωρ. τ. ποππύσδω, Α
1. (ε νεργ
και μέσ.) συρίζω με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», Διόδ.)
2. κράζω, φωνάζω κάποιον
3. μιλώ τρυφερά, θωπεύω («καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος... ὑποκορίζεσθαι ποππύζων», Θεόφρ.)
4. επευφημώ, επικροτώ
5. φιλώ με συριγμό, δίνω ηχηρό φιλί
6. εκπέμπω συγκεχυμένους συριστικούς ήχους με τον αυλό
7. εκπέμπω άναρθρο ισχυρό ήχο από μεγάλο τρόμο
8. λέω «σουτ», ζητώ να γίνει σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., η οποία εμφανίζει εκφραστικό διπλό σύμφωνο -ππ- και ενεστωτικό διπλασιασμό πο-].
Greek Monotonic
ποππύζω: Δωρ. -ύσδω· αόρ. αʹ ἐπόππῠσα·
I. σφυρίζω, κράζω, τσιρίζω, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για άναρθρο ήχο, που συνήθως χρησιμ. από τους Έλληνες στην περίπτωση του κεραυνού, ως ένδειξη δέους και σεβασμού, στον ίδ.
III. με αρνητική σημασία, παίζω άσχημα τον αυλό, αφήνω την αναπνοή μου να ηχεί όσο παίζω τον αυλό, σε Θεόκρ.