δώδεκα: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
(10) |
(4) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[δώδεκα]])<br />απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει [[ποσότητα]] [[δέκα]] και δυο μονάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br />για [[χρονολογία]] ή με [[παράλειψη]] του ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα [[δώδεκα]] [[[χρόνια]]]», «στις [[δώδεκα]] [το [[μεσημέρι]]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δFω</i>-<i>δεκα</i> (<b>βλ.</b> <i>δύο</i>) που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dv</i><i>ā</i>-<i>daśa</i>. Απαντά [[επίσης]] επικ., ιων. και δωρ. τ. [[δυώδεκα]] που</i> σχηματίστηκε από το <i>δύω</i>, επικ. και ελεγειακό τ. του <i>δύο</i>, <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>duodecim</i> από το <i>duo</i>]. | |mltxt=(AM [[δώδεκα]])<br />απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει [[ποσότητα]] [[δέκα]] και δυο μονάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br />για [[χρονολογία]] ή με [[παράλειψη]] του ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα [[δώδεκα]] [[[χρόνια]]]», «στις [[δώδεκα]] [το [[μεσημέρι]]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δFω</i>-<i>δεκα</i> (<b>βλ.</b> <i>δύο</i>) που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dv</i><i>ā</i>-<i>daśa</i>. Απαντά [[επίσης]] επικ., ιων. και δωρ. τ. [[δυώδεκα]] που</i> σχηματίστηκε από το <i>δύω</i>, επικ. και ελεγειακό τ. του <i>δύο</i>, <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>duodecim</i> από το <i>duo</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δώδεκα:''' οἱ, αἱ, τά ([[δύο]], [[δέκα]]), [[δώδεκα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. [[δυώδεκα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. δυώδεκα.
German (Pape)
[Seite 693] οἱ, αἱ, τά, indecl., zwölf; Homerische Formen: δώδεκα, Iliad. 11, 25 Odyss. 2, 353; δυώδεκα, Iliad. 18, 230 Odyss. 9, 159; δυοκαίδεκα, Iliad. 6, 93 Odyss. 9, 195, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 557.
Greek (Liddell-Scott)
δώδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἴδε ἐν λ. δυώδεκα.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
douze.
Étymologie: δύο, δέκα.
English (Autenrieth)
twelve; with πάντες, πᾶσαι, ‘twelve in all’; δωδέκατος, twelfth.
English (Slater)
δώδεκα
1 twelve τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. βωμοὺς ἓξ διδύμους (O. 5.5) ) (O. 10.49) “δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” (P. 4.25) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ)ωδεκαδρόμων codd.: with its race of twelve rounds ) (P. 5.33) τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép., jón., delf. δυώδεκα Il.2.637, Hdt.1.16, Pi.N.4.28, CID 2.31.28 (IV a.C.), A.R.1.1079, Call.Cer.69, Theoc.25.129, Luc.Astr.6, Opp.H.1.690; δυόδεκα Paus.6.4.2; δυόδεκο IG 5(2).3.21 (Tegea IV a.C.); δοώδεκα SEG 24.361.8 (Tespias IV a.C.)
• Morfología: [indecl. pero gen. δυωδέκων SEG 12.391 (Samos VI a.C.)]
numeral doce
a) gener. υἱέες Il.11.692, ἵπποι Il.9.123, μῆλ' Od.8.59, βοῦς Il.6.93, cf. S.Tr.760, Theoc.l.c., θάλαμοι Il.6.248, νῆες Il.2.637, Od.9.159, E.IA 293, Th.1.46, πόλιες Hdt.1.143, πόδες de Escila Od.12.89, ὀφίων κεφαλαί Hes.Sc.162
•frec. c. medidas ἤματα Od.19.199, δώδεχ' ἡμερῶν ὁδόν A.Fr.158.1, cf. Pi.P.4.25, Th.1.105, ἔτεα Hdt.1.16, cf. LXX Ge.14.4, Eu.Matt.9.20, ἐτῶν δώδεκα de doce años de edad Plu.2.839b, σελῆναι E.Alc.431, νύκτες A.R.1.1079, μέγεθος δ. ποδῶν Paus.5.24.3, μνέας Hdt.1.51, δραχμαί IG l.c., κοφίνοι Eu.Matt.14.20, δ. δάκτυλοι doce dedos medida del diámetro aparente del sol y la luna, Cleom.2.3.18;
b) en combinación con otros numerales δ[ι] ηκοσίων δυωδέκων στατήρων SEG 12.391 (Samos VI a.C.), δ. χιλιάδες Apoc.7.4-8, cf. Orph.A.1108;
c) con cierta relevancia lit., mit. y socio-pol.: οἱ δ. θεοί los doce dioses del Olimpo, Pi.O.10.49, Ar.Au.95, Eq.235, Pl.Phdr.247a, con culto en diversas ciu.: en Epidauro IG 42.287 (IV d.C.), en Calcedón IKalchedon 13.6 (III a.C.), en Cos NSRC 432.19 (II a.C.), IC 125 (I a./d.C.), τῶν δ. θεῶν βωμός el altar de los doce dioses en el ágora de Atenas, Th.6.54, δ. μάκαρες A.R.2.531, cf. Luc.ITr.26, μοῖραι correspondientes a estos dioses h.Merc.128, en Licia Δώδεκα θεοί grupo de divinidades indígenas SEG 33.1174, 44.1146 (Licia II/III d.C.), en Lidia δ. σκῆπτρα los doce cetros símbolo de la justicia divina en cultos locales TAM 5.167a (Saitas I d.C.), cf. SEG 33.1029 (Silando II d.C.), δ. ἀέθλοι los doce trabajos de Heracles, A.R.1.1318, IG 22.3575.7 (II d.C.), τρόποι doce modos de elección, Arist.Pol.1300a31, δ. μοῖραι doce partes del zodiaco, Luc.Astr.6, οἶκοι τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου Gp.1.12 tít., ἔθνη LXX Ge.17.20, δ. φυλαί las doce tribus de Israel Eu.Luc.22.30, οἱ δ. μαθηταί los doce discípulos, Eu.Matt.10.1, ἀπόστολοι Eu.Matt.10.2, sólo οἱ δ. Eu.Matt.26.14, 1Ep.Cor.15.5, Origenes Cels.1.64;
d) subst. τὰ δ. el doce, el número doce Pl.Tht.196b, 199b.
• Etimología: De du̯ō-dekm̥ (cf. δύο, δέκα), rel. ai. dvā́-daśa, lat. duodecim. δυω- es analógico de δύω.
English (Strong)
from δύο and δέκα; two and ten, i.e. a dozen: twelve.
English (Thayer)
οἱ, αἱ, τά (from Homer down), twelve: L T Tr WH in δεκαδύο); R G i b'); οἱ δώδεκα, the twelve apostles of Jesus, so called by way of eminence: Luke 22:3, etc.
Greek Monolingual
(AM δώδεκα)
απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει ποσότητα δέκα και δυο μονάδων
νεοελλ.
για χρονολογία ή με παράλειψη του ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα δώδεκα [[[χρόνια]]]», «στις δώδεκα [το μεσημέρι]»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δFω-δεκα (βλ. δύο) που συνδέεται με αρχ. ινδ. dvā-daśa. Απαντά επίσης επικ., ιων. και δωρ. τ. δυώδεκα που σχηματίστηκε από το δύω, επικ. και ελεγειακό τ. του δύο, πρβλ. λατ. duodecim από το duo].
Greek Monotonic
δώδεκα: οἱ, αἱ, τά (δύο, δέκα), δώδεκα, σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. δυώδεκα.