δράσσομαι: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
(T22) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to [[grasp]] [[with]] the [[hand]], to [[take]]: τινα, Buttmann, 291 (250); Winer s Grammar, 352 (330)). (In Greek writings from [[Homer]] [[down]]; the Sept..) | |txtha=to [[grasp]] [[with]] the [[hand]], to [[take]]: τινα, Buttmann, 291 (250); Winer s Grammar, 352 (330)). (In Greek writings from [[Homer]] [[down]]; the Sept..) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δράσσομαι:''' Αττ. [[δράττομαι]], μέλ. [[δράξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδραξάμην</i>, παρακ. [[δέδραγμαι]] ή <i>δέδαργμαι</i>, βʹ πρόσ. ενικ. <i>δέδαρξαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]] με το [[χέρι]], [[πιάνω]] [[σφιχτά]]· με γεν. πράγμ., [[κόνιος]] [[δεδραγμένος]], πιάνοντας [[σφιχτά]] μια [[χούφτα]] από [[σκόνη]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος [[δεδραγμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], <i>τί μου δέδαρξαι;</i> σε Ευρ.· <i>δραξάμενος φάρυγος</i>, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[πιάνω]] με τη «[[χούφτα]]», [[παίρνω]] με τις «χούφτες», σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. δράττομαι, Hdt.3.13; impf.
A ἐδραττόμην Ar.Ra. 545: fut. δράξομαι APl.4.275.10 (Posidipp.), LXXNu.5.26: aor. ἐδραξάμην Pl.Ly.209e, etc.: pf. δέδραγμαι, 2 pers. δέδραξαι E.Tr.750, part. δεδραγμένος Il.13.393:—the Act., δράσσω only in Poll.3.155, EM285.43, prob. in PLond.3.1170v113 (iii A. D.), cf. δράξαι· κρατῆσαι, Hsch.: (cf. δράξ, δράγμα, δραχμή):—grasp with the hand, c. gen. rei, κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης clutching handfuls of gory dust, Il. l. c.: metaph., ἐλπίδος δεδραγμένος S.Ant.235 (vv. ll. πεπρ-, πεφρ-), cf. Plb.36.15.7; δραξάμενοι τῶν ἁλῶν taking a handful of salt, Pl. l. c., etc. 2 lay hold of, τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr.750; δραξάμενος φάρυγος having seized [them] by the throat, Theoc.24.28, cf. 25.145, POxy.1298.10 (iv A. D.): metaph., δράξασθαι καιροῦ D.S.12.67; μείζονος οἴκου (i.e. by marriage), Call.Epigr.1.14; μεγάλης ἀπήνης AP 11.238 (Demod.); τᾶς κραδίας Theoc.30.9; [ὧν χρ]ὴ δράξασθαι τὸ στόμα sounds the mouth has to grip, i.e. make, dub. in Phld.Po. 2.41. II c. acc., take by handfuls, ταύτας [τὰς μνέας] δ. Hdt.3.13; also, catch, τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1 Ep.Cor.3.20.
Greek (Liddell-Scott)
δράσσομαι: Ἀττ. δράττομαι, Ἡρόδ. 3. 13, Ἀριστοφ. Βάτρ. 545· μέλλ. δράξομαι Ἀνθ. Πλαν. 275, Ἑβδ.· ἀόρ. ἐδραξάμην Πλάτ., πρκμ. δέδραγμαι ἢ δέδαργμαι, β΄ πρόσ. δέδαρξαι Εὐρ. Τρῳ. 745, μετοχ. δεδραγμένος Ὅμ.· - τὸ ἐνεργ. δράσσω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ΄, 155· (πρβλ. δράξ, δράγμα, δραχμή)· ἀποθ. Λαμβάνω ἢ συλλαμβάνω διὰ τῆς χειρός, πιάνω σφικτά· μετὰ γεν. πράγματος κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης, πιάνων σφικτὰ διὰ τῶν χειρῶν τὴν πλήρη αἵματος κόνιν, Ἰλ. Ν. 393, ΙΙ. 486· οὕτω (μεταφ.), ἐλπίδος δεδραγμένος Σοφ. Ἀντ. 235 (ἀλλ’ ἴδε φράσσω Ι). δράξασθαι τῶν ἁλῶν, λαμβάνω δράκα, μίαν «φούχταν» ἅλατος, Πλάτ. Λυσ. 209Ε, κτλ. 2) καταλαμβάνω, πιάνω, συλλαμβάνω, τί μου δέδαρξαι χερσί; Εὐρ. Τρῳ. 745· δραξάμενος φάρυγος, συλλαβὼν αὐτοὺς ἐκ τοῦ λάρυγγος, Θεόκρ. 24. 28, πρβλ. 25. 145· - μεταφ., δράξασθαι καιροῦ Διόδ. 12. 67· μείζονος οἴκου (ἐνν. δι’ ἐπιγαμίας), Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 14, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11. 238. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω τι «μὲ τὲς φοῦχτες», ταύτας [τὰς μνέας] δρ. Ἡρόδ. 3. 13· κόνιν δραγμοῖσι δεδραγμένοι Κόϊντ. Σμ. 1. 350.
French (Bailly abrégé)
f. δράξομαι, ao. ἐδραξάμην, pf. δέδραγμαι;
prendre avec la main, prendre : τινος, qch ; rar. avec l’acc.
Étymologie: δράξ.
English (Autenrieth)
perf. part. δεδραγμένος: grasp with the hand, Il. 13.393 and Il. 16.486.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττομαι Ar.Ra.545
1 coger con la mano, agarrar c. gen. κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης Il.13.393, δραξάμενοι τῶν ἁλῶν cogiendo puñados de sal Pl.Ly.209e, τί μου δέδραξαι χερσί; E.Tr.750, cf. AP 10.20 (Adaeus), 16.96 (Damag.), PGrenf.1.11.2.14 (II a.C.) en BL 8.140, Aberc.Epitaph.14
•c. especificación de la parte tb. en gen. τέττιγος ἐδράξω πτέρου Archil.24, ἐρεβίνθου Ar.l.c., τοῦ μὲν ... ἐδράξατο χειρὶ παχείῃ σκαιοῦ ἄφαρ κέραος Theoc.25.145, δράττεταί <τε> τῶν τριχῶν Men.Mis.322, χαίτης Call.Dian.76, cf. Posidipp.Epigr.19.10, πλοκάμων AP 9.554 (Marc.Arg.), cf. Nonn.D.14.378, fig. ἔμεθεν δὲ πλέον τᾶς κραδίας ὦρος ἐδράξατο el amor me oprimió aún más el corazón Theoc.30.9
•c. ac. ταύτας (μνέας ἀργυρίου) ... αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇ Hdt.3.13, δραξάμενος ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα LXX Le.2.2, ξίφη D.H.9.21, cf. LXX Nu.5.26.
2 atrapar, hacerse con c. gen. τοῦ χρυσοῦ S.E.M.7.52, c. intención violenta μου BGU 1816.17 (I a.C.), tb. c. ac. ὁ Σατανᾶς τὸν ἄνθρωπον Eus.Alex.Serm.M.86.348B, c. intención libidinosa εἴ τις ἐπίσκοπος ... δράξεται γυναῖκα ἐν σκοτείᾳ Poen.App.2.2
•c. suj. de anim. hacer presa c. gen. ὅτε δράξαιντο δεράων unos perros, Call.Dian.92, de la cobra ἐδράξατο λαιμῶν Opp.C.3.445, de peces κεφαλῆς δεδραγμέναι Opp.H.2.576, tb. c. dat. ᾗ δραξάμενος ... ὅθεν ἐπιλάβοιτο τῆς πρώρρας con ella (una especie de grúa) habiendo hecho presa de manera que se agarrara de la proa Plb.8.6.2, ἐπουραίῳ δήγματι δραξάμενος agarrándose de la cola con un mordisco un lobo a otro AP 9.252, fig. γλυκερῆς δεδραγμένος ὀδμῆς prendido de su dulce olor un perro, Opp.C.1.512, c. ac. ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν 1Ep.Cor.3.19.
3 alcanzar c. gen. abstr. τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος S.Ant.235, βραχείας ἐλπίδος Plb.36.15.7, ἐδράξαο νίκης AP 15.50
•c. gen. de cosa obtener ἐφείσατο μείζονος οἴκου δράξασθαι renunció a obtener (una novia de) superior hacienda Call.Epigr.1.14, μεγάλης δράξονται ἀπήνης obtendrán (el honor de) un gran carro, AP 11.238 (Demod.?)
•c. gen. de pers. alcanzar, llegar junto a εἰ τῶν οἴκοι ἐδράξατο Luc.Asin.25
•fig. c. gen. abstr. aprehender, comprender τινὸς ἀγαθοῦ νοήματος Gr.Nyss.Ps.6 187.6, τῆς ἀληθείας Chrys.M.61.649, cf. Gr.Naz.M.36.416A
•raro en v. act. δράξαι· κρατῆσαι Hsch.
4 aprovechar καιροῦ D.S.12.67, τῆς εὐκαιρίας PFouad 88.1 (VI d.C.)
•en mal sent. aprovecharse de μου POxy.1298.10 (IV d.C.), ἀπειρίας δραξάμενοι τοῦ Ταχοσδρώ Men.Prot.23.9.94, τῆς ἀπουσίας ... τοῦ πατρός PMasp.24.9 (VI d.C.), τῆς προαιρέσεως τῶν Γαζαίων Marc.Diac.V.Porph.64.
• Etimología: Pres. c. -i̯- de una r. *dr̥k- o *dr̥gh-, que da lugar a δράγμα, δράξ, δράγδην, etc., aunque su parentesco ide. es oscuro (¿cf. arm. trc̣-ak- ‘haz’, ‘gavilla’? ¿o ir.med. dremm ‘grupo’?
English (Strong)
perhaps akin to the base of δράκων (through the idea of capturing); to grasp, i.e. (figuratively) entrap: take.
English (Thayer)
to grasp with the hand, to take: τινα, Buttmann, 291 (250); Winer s Grammar, 352 (330)). (In Greek writings from Homer down; the Sept..)
Greek Monotonic
δράσσομαι: Αττ. δράττομαι, μέλ. δράξομαι, αόρ. αʹ ἐδραξάμην, παρακ. δέδραγμαι ή δέδαργμαι, βʹ πρόσ. ενικ. δέδαρξαι, αποθ.:
I. 1. λαμβάνω, συλλαμβάνω με το χέρι, πιάνω σφιχτά· με γεν. πράγμ., κόνιος δεδραγμένος, πιάνοντας σφιχτά μια χούφτα από σκόνη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος δεδραγμένος, σε Σοφ.
2. καταλαμβάνω, πιάνω, συλλαμβάνω, τί μου δέδαρξαι; σε Ευρ.· δραξάμενος φάρυγος, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ.
II. με αιτ. πράγμ., πιάνω με τη «χούφτα», παίρνω με τις «χούφτες», σε Ηρόδ.