ἐξαύω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αύω]]<br />[[βγάζω]], ιδ. από την [[κατσαρόλα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αύω]]<br />[[θερμαίνω]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αὔω]]<br />[[ξεφωνίζω]], [[κραυγάζω]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αύω]]<br />[[βγάζω]], ιδ. από την [[κατσαρόλα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αύω]]<br />[[θερμαίνω]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἐξαύω]] (Α) [[αὔω]]<br />[[ξεφωνίζω]], [[κραυγάζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[ξεφωνίζω]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
(A),
A take out, esp. dressed meat (cf. ἐξαυστήρ), τὸν ἐγκέφαλον . . ἐξαύσας καταπίνει Pl.Com.38, cf. Hsch. ἐξαῦσαι· ἐξελεῖν.
ἐξαύω (B),
A heat, aor. 1 Med., ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.24.
ἐξαύω (C),
A cry out, ἐκ δ' ἤῡσ' ἐγώ S.Tr.565.
German (Pape)
[Seite 874] anzünden, braten, VLL., die ἐξαῦσαι auch durch ἐξελεῖν erkl. Vgl. Mein. Com. Gr. 2 p. 628.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαύω: κατὰ τὸν Εὐστάθ. (Ὀδ. 1547. 58) = ὀπτάω, «καὶ τὸ ὀπτῆσαι ἐξαῦσαι, ‘ὁ δὲ τὸν ἐγκέφαλόν τις ἐξαύσας καταπίνει’ (Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἑορταῖς 9)», κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «ἐξαῦσαι· ἐξελεῖν», δηλ. κρέας ἐκ τῆς χύτρας διὰ τοῦ ἐξαυστῆρος. ΙΙ. = ὑφαύω, μέσον δ’ ἐξαύσατο βαυνὸν Ἐρατοσθ. ἐν τοῖς Α. Β. 6553.
French (Bailly abrégé)
1crier.
Étymologie: ἐξ, αὔω¹.
21 tirer de;
2 montrer le chemin à, τινι;
Étymologie: ἐξ, αὔω².
Greek Monolingual
(I)
ἐξαύω (Α) αύω
βγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα.———————— (II)
ἐξαύω (Α) αύω
θερμαίνω.———————— (III)
ἐξαύω (Α) αὔω
ξεφωνίζω, κραυγάζω.