θαρσύνω: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαρσύνω]], νεώτ. αττ. τ. [[θαρρύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εμπνέω]] [[θάρρος]] («θάρσυνον δὲ οἱ [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[θάρρος]] («ἀλλ', ὦ [[φίλη]], θάρσυνε», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θαρσύνω]] προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. [[θαρσύς]], παράλληλα [[προς]] το μαρτυρ. [[θρασύς]]. (Ο τ. [[θαρσύς]] που μαρτυρείται [[είναι]] μτγν.)]. | |mltxt=[[θαρσύνω]], νεώτ. αττ. τ. [[θαρρύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εμπνέω]] [[θάρρος]] («θάρσυνον δὲ οἱ [[ἦτορ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[θάρρος]] («ἀλλ', ὦ [[φίλη]], θάρσυνε», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θαρσύνω]] προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. [[θαρσύς]], παράλληλα [[προς]] το μαρτυρ. [[θρασύς]]. (Ο τ. [[θαρσύς]] που μαρτυρείται [[είναι]] μτγν.)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θαρσύνω:''' [ῡ], Αττ. [[θαρρύνω]], μτβ. του [[θαρσέω]], [[ενθαρρύνω]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]]· <i>θάρσυνον</i> (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· [[θαρσύνεσκε]] (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. <i>θάρσυνε</i>, έχε [[θάρρος]], [[τόλμη]], [[πίστη]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], Att. θαρρύνω, causal of θαρσέω,
A encourage, embolden, θάρσυνον (aor. imper.) δέ οἱ ἦτορ Il.16.242; θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4.233; θ. μύθῳ 10.190; θ. λόγοις, opp. φοβεῖν, A.Pers.216 (troch.); ἔργῳ καὶ λόγῳ X.Cyr.6.3.27, cf.Hdt.2.141, Th.2.59, etc. II intr.,= θαρσέω, ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε S.El.916.—Cf. θρασύνω.
German (Pape)
[Seite 1187] ion. u. altatt., seit Plat. θαῤῥύνω, erm uthigen, dreist machen, μύθῳ Il. 10, 190, τοὺς μάλα θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4, 233, öfter; οὔ σε βουλόμεσθα, μῆτερ, οὔτ' ἄγαν φοβεῖν λόγοις, οὔτε θαρσύνειν Aesch. Pers. 212; λόγοισι θαρσύνοντες Eur. Phoen. 1255; Her. 2, 141; θαῤῥύνειν τοὺς ἑπομένους καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Xen. Cyr. 6, 3, 27; Sp., wie Plut. Aemil. Paul. 16. – Intrans., = θαῤῥέω, bei Soph., ἀλλ' ὦ φίλη θάρσυνε El. 904.
Greek (Liddell-Scott)
θαρσύνω: ῡ, παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρύνω, μεταβατ. τοῦ θαρσέω, ποιῶ τινα θαρρεῖν, ἐμποιῶ θάρρος, θάρσυνον (προστ. ἀορ.) δέ οι ἦτορ Ἰλ. Π. 242· θαρσύνεσκε (Ἰων. παρατ.) παριστάμενος ἐπέεσσιν Δ. 233· θάρσυνέ τε μύθῳ Κ. 190· θαρσύνας ἐπέεσσι Ὀδ. Ν. 323· θαρσ. λόγοις, ἐναντίον τοῦ φοβεῖν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 215· ἔργῳ καὶ λόγῳ Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 2. 141, Θουκ. 2. 59, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς τὸ βραδύνειν καὶ ταχύνειν = θαρσέω, ἀλλ’, ὦ φίλη, θάρσυνε Σοφ. Ἠλ. 916. - Περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ θαρσύνω καὶ θρασύνω ἴδε ἐν λ. θράσος.
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. θαρρύνω.
English (Autenrieth)
ipf. iter. θαρσύνεσκε, aor. θάρσῦνα: encourage.
Greek Monolingual
θαρσύνω, νεώτ. αττ. τ. θαρρύνω (Α)
1. εμπνέω θάρρος («θάρσυνον δὲ οἱ ἦτορ», Ομ. Ιλ.)
2. έχω θάρρος («ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρσύνω προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. θαρσύς, παράλληλα προς το μαρτυρ. θρασύς. (Ο τ. θαρσύς που μαρτυρείται είναι μτγν.)].
Greek Monotonic
θαρσύνω: [ῡ], Αττ. θαρρύνω, μτβ. του θαρσέω, ενθαρρύνω, χαροποιώ, ενθουσιάζω· θάρσυνον (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· θαρσύνεσκε (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·
II. αμτβ. θάρσυνε, έχε θάρρος, τόλμη, πίστη, σε Σοφ.