προεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf.</i> προειπεῖν;<br /><i>ao.2 servant d’ao. à</i> [[προαγορεύω]];<br /><b>1</b> annoncer, déclarer : [[τί]] τινι qch à qqn ; πόλεμόν τινι HDT déclarer une guerre à qqn;<br /><b>2</b> prescrire, enjoindre, ordonner : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινι avec l’inf., τινι [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]] à qqn de ; avec une prop. inf. : ordonner que.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[εἶπον]].
|btext=<i>inf.</i> προειπεῖν;<br /><i>ao.2 servant d’ao. à</i> [[προαγορεύω]];<br /><b>1</b> annoncer, déclarer : [[τί]] τινι qch à qqn ; πόλεμόν τινι HDT déclarer une guerre à qqn;<br /><b>2</b> prescrire, enjoindre, ordonner : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινι avec l’inf., τινι [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]] à qqn de ; avec une prop. inf. : ordonner que.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[εἶπον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], (τα [[πρόφημι]] και [[προαγορεύω]] χρησιμ. στη [[θέση]] του), μτχ. <i>προειπών</i>, απαρ. <i>-ειπεῖν</i>· βλ. [[προερέω]],<br /><b class="num">I.</b> [[λέγω]] ή [[διηγούμαι]] πιο [[πριν]], σε Πλάτ.· [[απαγγέλλω]] το [[προοίμιο]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[προκηρύττω]] ή [[δηλώνω]] δημοσίως, Λατ. indicere, <i>πόλεμόν τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>προεῖπόν τινι φόνου</i>, έκανε [[προκήρυξη]] φόνου [[εναντίον]] [[αυτού]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> με απαρ., [[διατάσσω]] ή [[παραγγέλλω]] από [[πριν]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, [[προεῖπον]] Λυδοῖσι (ενν. <i>ποιέειν</i>) τὰ ὁ [[Κροῖσος]] ὑπετίθετο, σε Ηρόδ.· [[προεῖπον]] ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι, όπως Λατ. imperare [[frumentum]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεῖπον Medium diacritics: προεῖπον Low diacritics: προείπον Capitals: ΠΡΟΕΙΠΟΝ
Transliteration A: proeîpon Transliteration B: proeipon Transliteration C: proeipon Beta Code: proei=pon

English (LSJ)

(also

   A -εῖπα Plb.3.114.8), aor. with no pres. in use, προλέγω and προαγορεύω being used, part. προειπών, inf. προειπεῖν:— foretell, Pl.Euthphr.3c, al., Gal.14.601; premise, τοῦτο προειπόντα ἐπειπεῖν τὰ ἔμπροσθεν Arist.Rh.1394b31.    II proclaim or declare publicly, ἀλλήλοισι πόλεμον π. Hdt.7.9.β; ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι π. Id.7.116; ἀγῶνας ἑκάστοις X.Cyr.1.6.18; νικητήρια ταῖς τάξεσι ib. 2.1.24; θάνατον αὐτῷ π. μὴ πράξαντι ταῦτα Pl.Lg.698c; π. τινὶ φόνου make proclamation of murder against him, D.59.9, cf. Lex ap.eund. 43.57; π. τοῖς θεοῖς ὅτι . . Pl.Cra.401a; ὀνυμάξει αὐτὸν προειπὼν τρῖς ἁμέρας giving notice of three days (within which he must answer the call), Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene); ἐν ἡμέραις πέντε ἀφ' ἧς ἂν ἀλλήλοις προείπωσιν BGU1050.27(i A.D.).    III c. inf., order or command before, πρό οἱ εἴπομεν... μήτ' αὐτὸν κτείνειν Od.1.37, cf. Hdt.1.21, 155, 7.12, S.OT351; οἱ νόμοι προεῖπον αὐτῷ μὴ δημηγορεῖν Aeschin.1.3; π. τοῖς καδεσταῖς ἀλλύεθθαι Leg.Gort.2.28: c. acc. et inf., π. σῖτον ἐσάγειν τὸν βουλόμενον Th.4.26; π. αὐτῷ δήσειν threatened him that... And.4.17.    2 enjoin, c. acc., π. Λυδοῖσι τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο Hdt.1.156.

German (Pape)

[Seite 718] inf. προειπεῖν (s. εἶπον u. vgl. προαγορεύω, προερῶ), voraussagen; in tmesi, ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν, Cd. 1, 37; τῷ κηρύγματι, ᾡπερ προεῖπας ἐμμένειν, Soph. O. R. 351, wo die mss. προσεῖπας lesen; – heraussagen, bekannt machen, πόλεμον, Krieg ankündigen, ξενίην τινί, Her. 7, 116; c. inf., 1, 21. 6, 137; θάνατον αὐτῷ προειπὼν μὴ πράξαντι ταῦτα, Plat. Legg. III, 698 c; προειπόντες ἀρχῶν μὴ μετέχειν, Rep. VIII, 551 b; Xen. Cyr. 1, 6, 18 u. öfter; προεῖπεν αὐτῷ ἐπὶ Παλλαδίῳ φόνου, Dem. 59, 9, anklagen; – bevorworten, τοσοῦτόν μοι προειρήσθω, Isocr. 4, 14; Sp., προειπεῖν ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος, Pol. 6, 3, 2; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προεῖπον: ἀόρ., ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνονται τὸ πρόφημι καὶ προαγορεύω· μετοχ. προειπών, παρ. προειπεῖν: ― ἴδε προερέω. Λέγω ἢ διηγοῦμαι πρότερον, Πλάτ. Εὐθύφρων 3C, κ. ἀλλ.: προοιμιαζόμενος λέγω, προοιμιάζομαι, Αἰσχίν. 1. 15· τοῦτο προειπόντα ἐπειπεῖν τὰ ἔμπροσθεν Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 7. ΙΙ. προκηρύττω δημοσίᾳ, Λατ. indicere, πόλεμόν τινι Ἡρόδ. 7. 9, 2, κτλ.· ἀγῶνάς τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18· νικητήριά τισι αὐτόθι 2. 1, 24· θάνατον αὐτῷ πρ. μὴ πράξαντι ταῦτα Πλάτ. Νόμ. 698C· ― προεῖπεν αὐτῷ… φόνου, ἔκαμε προκήρυξιν φόνου ἐναντίον αὐτοῦ, Δημ. 1348 12, πρβλ. 1068 ἐν τέλ. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., διατάσσω, παραγγέλλω πρότερον, πρό οἱ εἴπομεν…, μητ’ αὐτὸν κτείνειν Ὀδ. Α. 37, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 21, 155., 7. 12, Σοφ. Ο. Τ. 351 ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. σῖτον εἰσάγειν τὸν βουλόμενον Θουκ. 4. 26· ― πρ. αὐτῷ δήσειν, ἠπείλει ὅτι..., Ἀνδοκ. 31. 18· πρ. τινι ὅτι..., ὡς… Πλάτ. Κρατ. 401Α, κτλ. 2) ἐνίοτε τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται, πρ. Λυδοῖσι (ἐξυπακ. ποιέειν) τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο Ἡρόδ. 1. 156· πρ. ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι, ὡς τὸ Λατιν. imperare frumentum, ὁ αὐτ. 7. 116.

French (Bailly abrégé)

inf. προειπεῖν;
ao.2 servant d’ao. à προαγορεύω;
1 annoncer, déclarer : τί τινι qch à qqn ; πόλεμόν τινι HDT déclarer une guerre à qqn;
2 prescrire, enjoindre, ordonner : τινί τι qch à qqn ; τινι avec l’inf., τινι ὅτι ou ὡς à qqn de ; avec une prop. inf. : ordonner que.
Étymologie: πρό, εἶπον.

Greek Monotonic

προεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, (τα πρόφημι και προαγορεύω χρησιμ. στη θέση του), μτχ. προειπών, απαρ. -ειπεῖν· βλ. προερέω,
I. λέγω ή διηγούμαι πιο πριν, σε Πλάτ.· απαγγέλλω το προοίμιο, σε Αισχίν.
II. προκηρύττω ή δηλώνω δημοσίως, Λατ. indicere, πόλεμόν τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· προεῖπόν τινι φόνου, έκανε προκήρυξη φόνου εναντίον αυτού, σε Δημ.
III. με απαρ., διατάσσω ή παραγγέλλω από πριν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, προεῖπον Λυδοῖσι (ενν. ποιέειν) τὰ ὁ Κροῖσος ὑπετίθετο, σε Ηρόδ.· προεῖπον ξεινίην τοῖσι Ἀκανθίοισι, όπως Λατ. imperare frumentum, στον ίδ.