ὑπερείδω: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(43) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπερείδω]] ΝΜΑ<br />[[υποστηρίζω]] με [[κάτι]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] ως [[στήριγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] από [[κάτω]], [[χρησιμεύω]] ως [[στήριγμα]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[βαστώ]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]], [[χρησιμοποιώ]] ως επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείδω]] «[[στηρίζω]]»]. | |mltxt=[[ὑπερείδω]] ΝΜΑ<br />[[υποστηρίζω]] με [[κάτι]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] ως [[στήριγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] από [[κάτω]], [[χρησιμεύω]] ως [[στήριγμα]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[βαστώ]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]], [[χρησιμοποιώ]] ως επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείδω]] «[[στηρίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]], [[βάζω]] [[κάτω]] ως [[στήριγμα]], σε Πίνδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[υποστυλώνω]], [[υποστηρίζω]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -σω Diog.Oen.20: pf. Pass. ὑπερήρεισμαι Arist. PA695a7; ὑπήρεισμαι Str.17.1.37, D.S.1.47:—put under as a support, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Pi.N.8.47; τὸν ἀέρα ὑ. (sc. τῇ γῇ) Pl. Phd.99b; ὑπερείδουσιν ἐσωτάτω τὸ σκέλος Gal.18(1).591:—Pass., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Arist. l. c., cf. IA710b30, J.AJ8.3.5. 2 lean upon, οἰκίαν LXX Jb.8.15. 3 lift, carry, τινα Iamb.VP3.17. II under-prop, support, τὴν ὀροφήν Plu.Rom.28; προβλήματα διὰ παραδειγμάτων Id.Marc.14; τοὺς νεανίας Com.Adesp.1302: abs., τὰ -ερείδοντα [σώματα] Epicur.Ep.1p.7U.:—Pass., Str. l.c.
German (Pape)
[Seite 1194] unterstützen; πάτρᾳ ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον Pind. N. 8, 47; Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Plut. Num. 28; neben ἀνέχειν, πλοῖα, Quaest. nat. 1; pass. ὑπηρεῖσθαι D. Sic. 1, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερείδω: μέλλ. -σω· παθ. πρκμ. ὑπερήρεισμαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 33· ὑπήρεισμαι Στράβων 811, Διόδ. 1. 47. Ὑποβάλλω ὡς στήριγμα, ὑπεγείρω, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Πινδ. Ν. 8. 80· τὸν ἀέρα (ἐξυπακ. τῇ γῇ) Πλάτ. Φαίδων 99Β. - Παθ., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. περὶ Ζ. Πορείας 11, 5. ΙΙ. στηρίζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὴν ὀροφὴν Πλουτ. Ρωμ. 28· προβλήματα διὰ παραδειγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 14. τὴν σύγκλητον Ἡρῳδιαν. 2. 3 ἐν τέλ.· τοὺς νεανίας Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5, σ. 120. - Παθ., Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
soutenir ou étayer par dessous : τι qch ; τί τινι appuyer une ch. sur une autre.
Étymologie: ὑπό, ἐρείδω.
English (Slater)
ὑπερείδω
1 put under as a support, set up σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τ' ἐλαφρὸν Sandys: τε λάβρον codd.) (N. 8.47)
English (Strong)
from ὑπέρ and εἴδω; to overlook, i.e. not punish: wink at.
Greek Monolingual
ὑπερείδω ΝΜΑ
υποστηρίζω με κάτι, τοποθετώ κάτι ως στήριγμα
αρχ.
1. στηρίζω από κάτω, χρησιμεύω ως στήριγμα
2. σηκώνω, βαστώ κάτι
3. υποστηρίζω, χρησιμοποιώ ως επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρείδω «στηρίζω»].
Greek Monotonic
ὑπερείδω: μέλ. -σω,
I. τοποθετώ, βάζω κάτω ως στήριγμα, σε Πίνδ., Πλάτ.
II. υποστυλώνω, υποστηρίζω, σε Πλούτ.