ὑποτείνω: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὑποτείνω]], ΝΜΑ [[τείνω]]<br />(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[υποτείνουσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] τεντωμένο [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑποτείνειν [[δοκίδα]] ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] με [[δύναμη]] («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιτείνω]], [[αυξάνω]] («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[υπόσχομαι]] (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῡν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῑς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)<br /><b>5.</b> [[προτείνω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου («ταῡτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῑς άπάτην τεχνάζων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> εκτείνομαι [[αποκάτω]] ή [[απέναντι]] από κάποιο [[σημείο]] («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῡ τριγώνου [ενν. <i>ἡ [[γραμμή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποτείνομαι</i><br />[[προτείνω]] [[ερώτημα]] ή [[ζήτημα]] («[[ὥσπερ]] τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ [[καλῶς]] καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», <b>Πλάτ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />A<br /><b>βλ.</b> [[υποτίνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὑποτείνω]], ΝΜΑ [[τείνω]]<br />(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[υποτείνουσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] τεντωμένο [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («ὑποτείνειν [[δοκίδα]] ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[τεντώνω]] με [[δύναμη]] («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιτείνω]], [[αυξάνω]] («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτείνω]], [[υπόσχομαι]] (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῡν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῑς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)<br /><b>5.</b> [[προτείνω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου («ταῡτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῑς άπάτην τεχνάζων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> εκτείνομαι [[αποκάτω]] ή [[απέναντι]] από κάποιο [[σημείο]] («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῡ τριγώνου [ενν. <i>ἡ [[γραμμή]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποτείνομαι</i><br />[[προτείνω]] [[ερώτημα]] ή [[ζήτημα]] («[[ὥσπερ]] τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ [[καλῶς]] καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», <b>Πλάτ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />A<br /><b>βλ.</b> [[υποτίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εκτείνω]], [[τεντώνω]] από [[κάτω]], [[βάζω]], [[θέτω]] από [[κάτω]], ἀντηρίδας [[ὑποτείνω]] πρὸς τοὺς τοίχους, [[μπήγω]] εγκαρσίως δοκάρια, έτσι ώστε να ενισχύσω, να στρίξω τις πλευρές του πλοίου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[τεντώνω]] ισχυρά, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[ενισχύω]] την [[ένταση]], [[επιτείνω]], [[αυξάνω]] [[πολλαπλασιάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υπόσχομαι]], [[προτείνω]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, [[ὑποτείνω]] τινὶ μισθούς, σε Αριστοφ.· <i>ἐλπίδας</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτείνω]], [[ὑποτείνω]] τινὶ λέγειν, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτείνω Medium diacritics: ὑποτείνω Low diacritics: υποτείνω Capitals: ΥΠΟΤΕΙΝΩ
Transliteration A: hypoteínō Transliteration B: hypoteinō Transliteration C: ypoteino Beta Code: u(potei/nw

English (LSJ)

(A),

   A stretch under, put under, ὀθόνιον Hp.VC14, Pl.Ti.74a; δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην Hp.Fract.13; ἀντηρίδας . . ὑ. πρὸς τοὺς τοίχους fixed stay-beams to strengthen the ship's sides, Th.7.36:—Pass., to be extended beneath, Arist.PA695a2.    b intr., extend under, subtend, ὑπὸ τὴν μείζω γωνίαν ὑ. τὴν τοῦ τριγώνου (sc. ἡ γραμμή) Id.Mete.376a13; ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (sc. γραμμή or πλευρά) the hypotenuse or line subtending the right angle, Apollod. ap. Ath.10.418f; so ἡ ὑποτείνουσα alone, Pl.Ti.54d, Arist.IA709a1, 20; of a chord, subtend an arc, Euc.3.29; ἡ τὴν ΜΝΞ περιφέρειαν ὑποτείνουσα εὐθεῖα Theodos. Tripol.Sphaer.2.33 Heiberg.    2 strain, pull hard, [τοὺς κάλως] Ar.Pax458: metaph., μεγάλας ὀδύνας ὑ. intensifies, S.Aj. 262 (anap.).    II hold out hopes, offer, c. inf., ὑ. τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν Hdt.7.158, cf. Th.8.48; also ὑ. [τινὶ] μισθούς Ar.Ach.657; ἐλπίδας, ὑποσχέσεις, D.13.19, 23.14:—Med., D.C.38.31.    2 lay or put before one, present, suggest, ὑ. τοῖς λόγοις μέμψιν Paus.7.9.4; ὑ. λόγους τινὶ τοιούτους λέγειν E.Or.915 (tm.); ἀπάτην Plu.Tim.10:— Med., Pl.Tht.179e; also, propose a question, Id.Grg.448e; τὸ προοίμιον δύο ταῦτα ὑποτείνεται has as its subjects, Steph. in Gal.1.233 D.
ὑποτείνω (B),

   A v. ὑποτίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτείνω: μέλλ. -τενῶ, ἐκτείνω ὑποκάτω, θέτω ὑποκάτω, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 908, Πλάτ. Τίμ. 74Α· τι ὑπό τι Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ἀντηρίδας... ὑπ. πρὸς τοὺς τοίχους, ἐνέπηξε δοκοὺς ἐγκαρσίους ὅπους στηρίξῃ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 36 - παθ., ἐκτείνομαι ὑποκάτω, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30. β) ἀμεταβ., ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑπ. τὴν τοῦ τριγώνου (ἐξυπ. ἡ γραμμὴ) Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6· ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (ἐξυπ. γραμμὴ ἢ πλευρὰ) Ἀπολλόδωρος ὁ ἀριθμητικὸς παρ’ Ἀθην. 418F· οὕτω μόνον ἡ ὑποτείνουσα Πλάτ. Τίμ. 54D, Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3 καὶ 7· ὡσαύτως ἡ νευρὰ τόξου. Μαθηματ. 2) ἐντείνω, τεντώνω ἰσχυρῶς., [τοὺς κάλως] Ἀριστοφ. Εἰρ. 458· - μεταφ., μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, ὑφαπλώνει ἢ προξενεῖ εἰς τὴν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 262. ΙΙ. προτείνω ἣ ὑπισχνοῦμαι νά, μετ’ ἀπαρ. ὑποτείνοντές τε τὰ ἐμπόρια ἐλευθεροῦν Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. Θουκ. 8. 48· - μεταφ., ὑπ. τινὶ μισθοὺς Ἀριστοφ. Ἀχ. 657· ἐλπίδας, ὑποσχέσεις Δημ. 121. 24., 625. 6· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Δίων Κάσσ. 38. 31. 2) προβάλλω ἐνώπιόν τινος, προσφέρω, προτείνω, ὑπ. τοῖς λόγοις μέμψιν Παυσ. 7. 9, 4· ὑπ. τινὶ λόγους τοιούτους λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 905· ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως προτείνω ἐρώτημα, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 448Ε.

French (Bailly abrégé)

I. tendre dessous :
1 au propre τι πρός τι fixer fortement une chose contre une autre;
2 proposer, promettre, acc. ; avec un inf. : τὸν βασιλέα φίλον ποιῆσαι THC se faire fort de concilier (à son pays) l’amitié du grand roi;
3 proposer, suggérer, acc.;
II. tendre fortement ; fig. ὑπ. ὀδύνας SOPH causer une vive douleur.
Étymologie: ὑπό, τείνω.

Greek Monolingual

(I)
ὑποτείνω, ΝΜΑ τείνω
(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα
αρχ.
1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)
2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.)
3. επιτείνω, αυξάνω («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», Σοφ.)
4. προτείνω, υπόσχομαι (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῡν», Ηρόδ.
β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῑς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)
5. προτείνω, προβάλλω κάτι ενώπιον κάποιου («ταῡτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῑς άπάτην τεχνάζων», Πλούτ.)
6. εκτείνομαι αποκάτω ή απέναντι από κάποιο σημείο («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῡ τριγώνου [ενν. γραμμή», Αριστοτ.)
7. μέσ. ὑποτείνομαι
προτείνω ερώτημα ή ζήτημαὥσπερ τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ καλῶς καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», Πλάτ.).———————— (II)
A
βλ. υποτίνω.

Greek Monotonic

ὑποτείνω: μέλ. -τενῶ,
I. 1. εκτείνω, τεντώνω από κάτω, βάζω, θέτω από κάτω, ἀντηρίδας ὑποτείνω πρὸς τοὺς τοίχους, μπήγω εγκαρσίως δοκάρια, έτσι ώστε να ενισχύσω, να στρίξω τις πλευρές του πλοίου, σε Θουκ.
2. τεντώνω ισχυρά, σε Αριστοφ.· μεταφ., ενισχύω την ένταση, επιτείνω, αυξάνω πολλαπλασιάζω, σε Σοφ.
II. 1. υπόσχομαι, προτείνω να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, ὑποτείνω τινὶ μισθούς, σε Αριστοφ.· ἐλπίδας, σε Δημ.
2. προτείνω, ὑποτείνω τινὶ λέγειν, σε Ευρ.