παιδοποιός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κάνει ή γεννάει [[παιδιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[γεννητικός]], [[παραγωγικός]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παιδοποιός:''' -όν ([[ποιέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κάνει ή γεννάει [[παιδιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[γεννητικός]], [[παραγωγικός]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παιδοποιός:''' <b class="num">1)</b> способный производить потомство, могущий оплодотворять ([[σπέρμα]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> рождающий детей ([[δάμαρ]] Eur.; [[γυνή]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> связанный с деторождением ([[ἁδονά]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοποιός Medium diacritics: παιδοποιός Low diacritics: παιδοποιός Capitals: ΠΑΙΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: paidopoiós Transliteration B: paidopoios Transliteration C: paidopoios Beta Code: paidopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A begetting or bearing children, δάμαρ E. Andr.4, cf. J.AJ4.8.23; π. ἁδονά E.Ph.338 (lyr.).    2 generative, σπέρμα Hdt.6.68.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder zeugend; σπέρμα, Her. 6, 68; δάμαρ, Eur. Andr. 4; ἁδονά, Phoen. 340; συμφορά, Rhes. 980; σπέρμα, Her. 6, 68; Sp., wie Plut. Aem. Paul. 5; σῶμα, Ael. H. A. 17, 42.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, παράγων, γεννῶν παιδία, δάμαρ Εὐρ. Ἀνδρ. 4· ἡδονὴ παιδ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 338. 2) γεννητικός, σπέρμα Ἡρόδ. 6. 68.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui engendre des enfants.
Étymologie: παῖς, ποιέω.

Greek Monolingual

παιδοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που γεννά παιδιά
2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ποιός].

Greek Monotonic

παιδοποιός: -όν (ποιέω
1. αυτός που κάνει ή γεννάει παιδιά, σε Ευρ.
2. γεννητικός, παραγωγικός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παιδοποιός: 1) способный производить потомство, могущий оплодотворять (σπέρμα Her.);
2) рождающий детей (δάμαρ Eur.; γυνή Plut.);
3) связанный с деторождением (ἁδονά Eur.).