κῦρος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῦρος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> ανώτατη [[εξουσία]], [[αρχή]], ύψιστη [[δύναμη]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιβεβαίωση]], [[εγκυρότητα]], [[επικύρωση]], [[ασφάλεια]], σε Σοφ.
|lsmtext='''κῦρος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> ανώτατη [[εξουσία]], [[αρχή]], ύψιστη [[δύναμη]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιβεβαίωση]], [[εγκυρότητα]], [[επικύρωση]], [[ασφάλεια]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῦρος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> власть, право, сила: τούτων τῶν πραγμάτων τὸ κ. ἔχειν Her. иметь право решать эти дела; κ. ἔχειν [[ἀμφί]] τινος Aesch. и περί τινος Plat. иметь законную власть над кем(чем)-л.; [[ἅπαν]] τὸ κ. ἔχειν Thuc. обладать всей полнотой власти;<br /><b class="num">2)</b> обеспечение, залог: ἡ [[νῦν]] πολλῶν ὑπάρξει κ. [[ἡμέρα]] [[καλῶν]] Soph. нынешний день станет залогом многих благ; [[πάντως]] γὰρ [[ἔχει]] [[τάδε]] κ. Soph. ибо это целиком (пред)определено.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῦρος Medium diacritics: κῦρος Low diacritics: κύρος Capitals: ΚΥΡΟΣ
Transliteration A: kŷros Transliteration B: kyros Transliteration C: kyros Beta Code: ku=ros

English (LSJ)

εος, τό,

   A supreme power, authority, κ. ἔχειν ἀμφί τινος A.Supp. 391; τῶν πρηγμάτων τὸ κ. ἔχειν Hdt.6.109; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Th.5.38, cf. Pl.Grg.450e, al.; κ. ἔχειν περί τινος Id.Cra.435c; τὸ κ. τῆς ἐνεργείας principle or origin of a function, Gal.10.459.    2 concrete, one invested with authority, Pl.Lg.70cc.    II confirmation, validity, ἔχειν κ., = κεκυρῶσθαι, S.OC1779 (anap.), cf. POxy.2110.12 (iv A.D.), etc.; ἡ νῦν . . ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν S.El.919; κ. λαβεῖν, of a law, to be ratified, D.C.38.17, al.:—κῦρος and all derivs. are post-Hom. (Cf. Skt. śūas 'valiant', OIr. caur 'hero', Welsh cawr 'giant'.)

German (Pape)

[Seite 1537] τό (vgl. κάρη, κόρυς), eigtl. die Hauptsache, auf der Alles beruht, daher die Gewalt, Macht; ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος οὐδὲν ἀμφὶ σοῦ Aesch. Suppl. 386; τούτων τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, die höchste Gewalt in Staatssachen, Her. 6, 109; τὸ δὲ κῦρος τούτων γνῶναι οὐ σύριγξ ἦν Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Gorg. 430 e ταῖς τέχναις πᾶσαπρᾶξις καὶ τὸ κῦρος διὰ λόγων ἐστί u. ὅτι ἡ διὰ λόγο υ τὸ κῦρος ἔχουσα ῥητορική ἐστί; Crat. 433 c κῦρος ἔχει ν περί τινος; auch Sp., wie D. Cass. 53, 17, μοναρχία γάρ, εἰ καὶ τὰ μάλιστα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἅμα τὸ κῦρός ποτε ἔσχον, ἀληθέστατα ἂν νομίζοιτο. – Daher auch Begründung, Veranlassung, ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν, Soph. El. 907, wird viel Gutes bringen. – Πάντως γὰρ ἔχει τάδε κῦρος, ist bestätigt, O. C. 1776, u. so öfter bei Sp. – Davon

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 autorité souveraine, plein pouvoir;
2 ratification, sanction ; garant : ἔχειν κῦρος SOPH être confirmé ou sanctionné.
Étymologie: R. Κυρ ; cf. κύριος.

Greek Monolingual

κυρός, ὁ (Μ)
βλ. κύρης.

Greek Monolingual

(I)
το (AM κῡρος)
αξία βεβαιωμένη από τον νόμο, νομική ισχύς, εγκυρότητα (α. «το συμβόλαιο δεν έχει κύρος επειδή δεν έχει υπογραφή συμβολαιογράφου» β. «ὁ νόμος τὸ κῡρος ἔλαβε», Δίων. Κάσσ.)
νεοελλ.
η δύναμη, η επιβολή ή επίδραση ενός ατόμου με ισχυρή προσωπικότητα, με θέση ή με ειδικότητα («τα λόγια του δεν έχουν κύρος»)
αρχ.
1. ύψιστη δύναμη, πλήρης εξουσία («ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τών πρηγμάτων τὸ κῡρος ἔχειν», Ηρόδ.)
2. αυτός που εξουσιάζει, ο άρχοντας
3. φρ. α) «τὸ κῡρος τῆς ἐνεργείας» — η αρχή μιας πράξης
β) «ὑπάρχω κῡρος τινός» — γίνομαι αιτία για κάτι («ἡ δὲ νῡν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῡρος ἡμέρα καλῶν» — η σημερινή ημέρα θα γίνει ίσως αιτία πολλών καλών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπορεί να είναι ή υποχωρητ. παρ. από το ρ. κυρῶ ή προέρχεται από έναν αρχαίο τ. κῦρος ()].———————— (II)
κύρος, ὁ (Μ)
βλ. κύρης.

Greek Monotonic

κῦρος: -εος, τό,
I. ανώτατη εξουσία, αρχή, ύψιστη δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. επιβεβαίωση, εγκυρότητα, επικύρωση, ασφάλεια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῦρος: εος τό
1) власть, право, сила: τούτων τῶν πραγμάτων τὸ κ. ἔχειν Her. иметь право решать эти дела; κ. ἔχειν ἀμφί τινος Aesch. и περί τινος Plat. иметь законную власть над кем(чем)-л.; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Thuc. обладать всей полнотой власти;
2) обеспечение, залог: ἡ νῦν πολλῶν ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν Soph. нынешний день станет залогом многих благ; πάντως γὰρ ἔχει τάδε κ. Soph. ибо это целиком (пред)определено.