παμποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παμποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], σε Όμηρ.· [[γεμάτος]] σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''παμποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], σε Όμηρ.· [[γεμάτος]] σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παμποίκῐλος:''' 2, реже 3<br /><b class="num">1)</b> чрезвычайно пестрый, многоцветный (πέπλοι Hom.; νεβρῶν στολίδες Eur.);<br /><b class="num">2)</b> весьма разнообразный (ἀλλοιότητες Plat.);<br /><b class="num">3)</b> смешанный, разношерстный ([[δῆμος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμποίκῐλος Medium diacritics: παμποίκιλος Low diacritics: παμποίκιλος Capitals: ΠΑΜΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: pampoíkilos Transliteration B: pampoikilos Transliteration C: pampoikilos Beta Code: pampoi/kilos

English (LSJ)

ον,

   A all-variegated, of rich and varied work, πέπλοι Od. 15.105, cf. Il.6.289; of sacred vases, Pi.N.10.36; νεβρῶν π. στολίδες E.Hel.1359 (lyr.); of persons, π. περὶ πᾶσαν τέχνην καὶ πρᾶξιν Vett. Val. 17.16.    II metaph., ὕφασμα, of the universe, Ph. 1.651, cf. 654; manifold, ἀλλοιότητας παμποικίλους (παμποικίλας codd.) Pl.Ti.82b.

German (Pape)

[Seite 454] ganz, sehr bunt; von künstlichen Webereien und Stickereien, πέπλοι, Il. 6, 289 Od. 15, 105; ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις, Pind. N. 10, 36; νεβρῶν παμποίκιλοι στολίδες, Eur. Hel. 1375; Sp., χιτών, D. Cass. 72, 2; übh. schr mannigfaltig, ἀλλοιότητες παμποίκιλαι (eigenes fem.), Plat. Tim. 82 b.

Greek (Liddell-Scott)

παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, ὁ ποικίλης ἐργασίας, πέπλοι Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Ο. 105· ἐπὶ ἱερῶν σκευῶν, Πινδ. Ν. 10. 68· ἐπὶ δερμάτων νεβρῶν, κατάστικτος, Εὐρ. Ἑλ. 1359. ΙΙ. μεταφ., ἀλλοιότητας παμποικίλους (διάφ. γραφ. παμποικίλας, ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ πάνυ ποικίλας), Πλάτ. Τίμ. 82Β.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
couvert de broderies.
Étymologie: πᾶν, ποικίλος.

English (Autenrieth)

all variegated, embroidered all over, Il. 6.289 and Od. 15.105.

English (Slater)

παμποίκῐλος
   1 painted all over καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. ἄγγος: ἐζωγραφοῦντο γὰρ αἱ ὑδρίαι Σ.) (N. 10.36)

Greek Monolingual

παμποίκιλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη εργασία, πολυποίκιλος («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», Ευρ.)
μσν.
ο κάθε λογής
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, πολλαπλός, πολυειδής
2. (για πρόσ.) πολυμήχανος, εφευρετικός
3. φρ. «παμποίκιλον ὕφασμα»
μτφ. η οικουμένη (Φίλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ποικίλος.

Greek Monotonic

παμποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη εργασία, σε Όμηρ.· γεμάτος σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παμποίκῐλος: 2, реже 3
1) чрезвычайно пестрый, многоцветный (πέπλοι Hom.; νεβρῶν στολίδες Eur.);
2) весьма разнообразный (ἀλλοιότητες Plat.);
3) смешанный, разношерстный (δῆμος Plut.).