ἀθῷος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῷος:''' -ον ([[θωά]], Ιων. [[θωιή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ατιμώρητος]], μη [[ένοχος]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἀθῴους καθιστάναι [[τινάς]]</i>, το να εξασφαλίζεται η [[ασυλία]], η [[ατιμωρησία]] τους, σε Δημ.· <i>ἀθῷον ἀφιέναι</i>, στον ίδ.· [[ἀθῷος]] ἀπαλλάττειν ή <i>-εσθαι</i>, το να φεύγει [[κάποιος]] [[ατιμώρητος]], το να απαλλάσσεται ως [[αθώος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απαλλαγμένος από [[κάτι]], με γεν., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αβλαβής]], [[ανέπαφος]] από [[κάτι]], με γεν., [[ἀθῷος]] τῆς Φιλίππου δυναστείας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], αυτός που δεν υποπίπτει σε [[σφάλμα]] ή σε [[πταίσμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀθῷος:''' -ον ([[θωά]], Ιων. [[θωιή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ατιμώρητος]], μη [[ένοχος]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἀθῴους καθιστάναι [[τινάς]]</i>, το να εξασφαλίζεται η [[ασυλία]], η [[ατιμωρησία]] τους, σε Δημ.· <i>ἀθῷον ἀφιέναι</i>, στον ίδ.· [[ἀθῷος]] ἀπαλλάττειν ή <i>-εσθαι</i>, το να φεύγει [[κάποιος]] [[ατιμώρητος]], το να απαλλάσσεται ως [[αθώος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απαλλαγμένος από [[κάτι]], με γεν., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αβλαβής]], [[ανέπαφος]] από [[κάτι]], με γεν., [[ἀθῷος]] τῆς Φιλίππου δυναστείας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], αυτός που δεν υποπίπτει σε [[σφάλμα]] ή σε [[πταίσμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῷος:''' <b class="num">1)</b> освобожденный от наказания, ненаказанный (τινος Diod.): ἀ. ἀπαλλάττειν или ἀπαλλάττεσθαι Lys., Plat. быть освобожденным от наказания; ἀθῷον ἀφεῖναί τινα Dem. отпустить без наказания (оправдать) кого-л.; οὐδὲ εἶς ἀδικήσας ἀ. διέφυγεν Men. ни один провинившийся не ускользнул от наказания; πληγῶν ἀ. Arph. не подлежащий телесному наказанию; ἀθῴους καθιστάναι τινάς Dem. оставить безнаказанным кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> невиновный: ἀ. ἅπασι Dem. ни в чем не виноватый; ἀ. [[ἀπό]] τινος NT невиновный в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> не потерпевший ущерба, незадетый: [[ὅστις]] ἀ. τινος γέγονεν Dem. всякий, кто не страдал от чего-л.;<br /><b class="num">4)</b> не причиняющий ущерба, безвредный Dem.
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῷος Medium diacritics: ἀθῷος Low diacritics: αθώος Capitals: ΑΘΩΟΣ
Transliteration A: athō̂ios Transliteration B: athōos Transliteration C: athoos Beta Code: a)qw=|os

English (LSJ)

ον, (θωά, Ion. θωιή):—

   A scot-free, E.Ba.672, etc.; ἐγὼ μὲν ἀ. ἅπασι D.18.125; ἀθῴους καθιστάναι τινάς to secure their immunity, Id.3.11; ἀθῷον ἀφιέναι Test. ap. eund.21.107; ἀ. ἀπαλλάττειν or -εσθαι to get off scot-free, Pl.Sph.254d, Lys.6.4; ἀπέρχεσθαι Archipp. 40; διαφυγεῖν Men.130.    2 c. gen., free from a thing, πληγῶν Ar. Nu.1413; ἀ. ἀδικημάτων unpunished for offences, Lycurg.79, cf. D.S.14.76.    3 unharmed by, ἀθῷος τῆς Φιλίππου . . δυναστείας D.18.270.    II not deserving punishment, guiltless, ἀ. ὁ κτείνων Democr.257; ἀ. χερσί LXX Ps.23(24).4; ἀ. ἀπὸ τοῦ αἵματος Ev.Matt. 27.24.    III Act., causing no harm, harmless, κίνδυνος D.Prooem. 26. (ἀθῷος distinguished by Gramm. from Ἄθωος, of Mt. Athos, A.Ag.285, cf. Hdn.Gr.1.128.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῷος: -ον, (θωή) = μὴ τιμωρηθείς, ἀτιμώρητος, Εὐρ. καὶ Ρήτορες· ἀθῴους καθιστάναι τινάς, ἐξασφαλίζειν τὸ ἀτιμώρητον αὐτῶν, Δημ. 31, 17· ἀθῷον ἀφιέναι, παρὰ Δημ. 549. 27· ἀθῴος ἀπαλλάττειν ἢ -εσθαι = ἀπέρχεσθαι ἀθῷος, ἀτιμώρητος, Πλάτ. Σοφ. 254Ε. Λυσ. 103. 28· ἀπέρχεσθαι, Ἄρχιπ. ἐν «Ρίνωνι», 1· διαφυγεῖν, Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 4. 2) μ. γεν. ἀπηλλαγμένος τινός, πληγῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1413· ἀλλ’ ἀθ. ἀδικημάτων, ἀτιμώρητος δι’ ἀδικήματα, Λυκοῦργ. 157. 38, πρβλ. Διόδ. 14. 76. 3) ἀβλαβὴς ἔκ τινος, ἀθῷος τῆς Φιλίππου δυναστείας, Δημ. 316, 18. ΙΙ. ὁ μὴ ἄξιος τιμωρίας, ὁ μὴ ἔνοχος, ὁ ἄνευ πταίσματος· ἐγὼ μὲν ἀθῷος ἅπασι, Δημ. 269.4. ΙΙΙ. ἐνεργ., μὴ προξενῶν βλάβην, ἀβλαβής, Δημ. (;) 1437. 9. (Ὁ τύπος καὶ ἡ προσῳδία ἀθῷος τηρεῖται ὑπὸ τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 1267).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impuni ; p. ext. qui n’a pas à souffrir de, non atteint par, gén.;
2 qui ne cause aucun dommage.
Étymologie: ἀ, θωή.

English (Abbott-Smith)

ἀθῷος (Rec. wrongly, -ῶος; LS, s.v.; Mayser, 131), -ον (< θωή, a penalty), [in LXX chiefly for נקה ni., pi., נָקִי ;]
1.unpunished (MM, VGT, s.v.).
2.innocent: Mt 27:4 (WH, R, mg., δίκαιον) 27:24.

Greek Monotonic

ἀθῷος: -ον (θωά, Ιων. θωιή),
I. 1. ατιμώρητος, μη ένοχος, σε Ευρ. κ.λπ.· ἀθῴους καθιστάναι τινάς, το να εξασφαλίζεται η ασυλία, η ατιμωρησία τους, σε Δημ.· ἀθῷον ἀφιέναι, στον ίδ.· ἀθῷος ἀπαλλάττειν ή -εσθαι, το να φεύγει κάποιος ατιμώρητος, το να απαλλάσσεται ως αθώος, σε Πλάτ.
2. απαλλαγμένος από κάτι, με γεν., σε Αριστοφ.
3. αβλαβής, ανέπαφος από κάτι, με γεν., ἀθῷος τῆς Φιλίππου δυναστείας, σε Δημ.
II. αυτός που δεν αξίζει τιμωρία, αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλμα ή σε πταίσμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῷος: 1) освобожденный от наказания, ненаказанный (τινος Diod.): ἀ. ἀπαλλάττειν или ἀπαλλάττεσθαι Lys., Plat. быть освобожденным от наказания; ἀθῷον ἀφεῖναί τινα Dem. отпустить без наказания (оправдать) кого-л.; οὐδὲ εἶς ἀδικήσας ἀ. διέφυγεν Men. ни один провинившийся не ускользнул от наказания; πληγῶν ἀ. Arph. не подлежащий телесному наказанию; ἀθῴους καθιστάναι τινάς Dem. оставить безнаказанным кого-л.;
2) невиновный: ἀ. ἅπασι Dem. ни в чем не виноватый; ἀ. ἀπό τινος NT невиновный в чем-л.;
3) не потерпевший ущерба, незадетый: ὅστις ἀ. τινος γέγονεν Dem. всякий, кто не страдал от чего-л.;
4) не причиняющий ущерба, безвредный Dem.