δουλαγωγέω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουλᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀγωγός]]), [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]], [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον όπως σε δούλο· μεταφ., [[οδηγώ]] σε [[υποταγή]], [[υποτάσσω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''δουλᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀγωγός]]), [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]], [[συμπεριφέρομαι]] σε κάποιον όπως σε δούλο· μεταφ., [[οδηγώ]] σε [[υποταγή]], [[υποτάσσω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''δουλᾰγωγέω:''' <b class="num">1)</b> уводить в рабство, порабощать (τινα Diod.);<br /><b class="num">2)</b> подавлять, умерщвлять (τὸ [[σῶμα]] NT).
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουλᾰγωγέω Medium diacritics: δουλαγωγέω Low diacritics: δουλαγωγέω Capitals: ΔΟΥΛΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: doulagōgéō Transliteration B: doulagōgeō Transliteration C: doulagogeo Beta Code: doulagwge/w

English (LSJ)

   A make a slave, treat as such, dub. in D.S.12.24, cf. Arr.Epict.3.24.76.    2 metaph. of pleasure, etc., δ. τοὺς βίους Longin.44.6, cf. Charito2.7; τὸ σῶμα bring it into subjection, 1 Ep.Cor.9.27.

German (Pape)

[Seite 660] als Sklaven fortführen, zum Sklaven machen; D. Sic. 12, 24 u. a. Sp.; überte., τὸ κάλλος τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charit. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δουλᾰγωγέω: ὑπὸ δουλείαν ἄγω, μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλον. Διόδ. 12. 24. 2) μεταφ., ἐπὶ ἡδονῆς, κτλ., δ. τινα Λογγῖν. 44. 6· ὡσαύτως, τὸ σῶμα, ὑποτάσσω, φέρω αὐτὸ εἰς ὑποταγήν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. θ΄, 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 réduire en esclavage, asservir;
2 traiter comme un esclave, càd durement ; NT mortifier (les passions).
Étymologie: δοῦλος, ἀγωγή.

Spanish (DGE)

esclavizar τὴν αἰχμαλωσίαν δουλαγωγοῦντες esclavizando a la tropa de cautivos D.S.17.70, αὐτήν D.C.Epit.7.18.8, σε Arr.Epict.3.24.76, cf. en v. pas. Suppl.Mag.38.10, Corp.Herm.23.48
fig. c. suj. abstr. esclavizar, dominar, someter δουλαγωγοῦσι ... τοὺς βίους las riquezas, Longin.44.6, cf. Gr.Nyss.Res.264.26, τὸ κάλλος ὅλην τὴν Ἰωνίαν δουλαγωγήσειν Charito 2.7.1, τὸ σῶμα 1Ep.Cor.9.27, οὐ βίᾳ ... δουλαγωγῶν <αὐτὸν> (τὸν ἄνθρωπον) Hippol.Haer.10.33.13, κακία ... δουλαγωγεῖ τοὺς χαμαιπετεῖς τῶν ἀνθρώπων Iust.Phil.2Apol.11.7, en v. pas. ὑπ' ἀφροσύνης ... δουλαγωγηθεῖσαι (αἱ ψυχαί) Ph.2.455.

English (Strong)

from a presumed compound of δοῦλος and ἄγω; to be a slave-driver, i.e. to enslave (figuratively, subdue): bring into subjection.

English (Thayer)

( st δουλαγαγέω), δουλαγωγῶ; (δουλαγωγος, cf. παιδαγωγός; to lead away into slavery, claim as one's slave, (Diodorus Siculus 12,24, and occasionally in other later writings); to make a slave and to treat as a slave, i. e. with severity, to subject to stern and rigid discipline: 1 Corinthians 9:27. Cf. Fischer, De vitiis lexicorum N. T., p. 472 f

Greek Monotonic

δουλᾰγωγέω: μέλ. -ήσω (ἀγωγός), υποδουλώνω, σκλαβώνω, συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως σε δούλο· μεταφ., οδηγώ σε υποταγή, υποτάσσω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

δουλᾰγωγέω: 1) уводить в рабство, порабощать (τινα Diod.);
2) подавлять, умерщвлять (τὸ σῶμα NT).