καταστηματικός: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταστηματικός:''' <b class="num">1)</b> уравновешенный, спокойный ([[πρᾶος]] καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> умеренный, тихий ([[ἡδονή]] Epicur. ap. Diog. L.). | |elrutext='''καταστηματικός:''' <b class="num">1)</b> уравновешенный, спокойный ([[πρᾶος]] καὶ κ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> умеренный, тихий ([[ἡδονή]] Epicur. ap. Diog. L.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταστηματικός -ή -όν [κατάστημα] kalm, rustig. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A pertaining to a state or condition (cf. foreg. 1), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί Epicur.Fr.2, cf. Metrod.Fr.29. II (cf. καθίστημι B.4) sedate, of persons, Plu.TG2; διάθεσις τῆς ψυχῆς Simp.in Epict.p.114 D.; of musical instruments, calming, v.l. for -στατικά in Procl.in Alc.p.198 C.
Greek (Liddell-Scott)
καταστηματικός: -ή, -όν, εὐσταθής, ἀτάραχος, ἐπὶ προσώπων, ἤρεμος, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. ἐκστατικός, Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· ὡσαύτως μέτριος, ἥσυχος, ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ οἷον ἀοχλησία Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· μέλος κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον Walz Ρήτ. 5. 458.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
posé, calme.
Étymologie: κατάστημα.
Greek Monolingual
καταστηματικός, -ή, -όν (Α) κατάστημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσταση, στη διάθεση του σώματος ή της ψυχής
2. αυτός που βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση, ευσταθής, σταθερός, ατάραχος, ήρεμος, πράος
3. (για μουσικό μέλος ή όργανο) καταπραϋντικός, κατευναστικός, πράος, ήρεμος («μέλος καταστηματικὸν τὸ τὴν πραότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῑον»).
Greek Monotonic
καταστηματικός: -ή, -όν, ευσταθής, ατάραχος· ήρεμος, γαλήνιος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καταστηματικός: 1) уравновешенный, спокойный (πρᾶος καὶ κ. Plut.);
2) умеренный, тихий (ἡδονή Epicur. ap. Diog. L.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστηματικός -ή -όν [κατάστημα] kalm, rustig.