γογγύλος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[γένος]] Εντόμων της οικογένειας Mantidae ([[τάξη]] Ορθόπτερων).———————— <b>(II)</b><br />[[γογγύλος]], -η, -ον (Α)<br />[[στρογγυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε IE <i>gong</i>- /<i>geng</i>-. To [[επίθημα]] -<i>ύλος</i> απαντά σε τύπους με παρεμφερή [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγκύλος]], [[καμπύλος]], [[στρογγύλος]]). Δυνατόν να υποτεθεί τ. <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]», που δίνει τον τ. [[γογγύλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αισχύλος</i> -[[αισχρός]]). Τέλος, ο τ. [[γογγύλος]] μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. <i>kọkkr</i> «όγκος», γερμ. <i>kankuz</i>, λιθ. <i>gungul</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[τόπι]], [[μπάλα]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[γένος]] Εντόμων της οικογένειας Mantidae ([[τάξη]] Ορθόπτερων).<br /><b>(II)</b><br />[[γογγύλος]], -η, -ον (Α)<br />[[στρογγυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε IE <i>gong</i>- /<i>geng</i>-. To [[επίθημα]] -<i>ύλος</i> απαντά σε τύπους με παρεμφερή [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγκύλος]], [[καμπύλος]], [[στρογγύλος]]). Δυνατόν να υποτεθεί τ. <i>γογγρός</i> «[[στρογγυλός]]», που δίνει τον τ. [[γογγύλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αισχύλος</i> -[[αισχρός]]). Τέλος, ο τ. [[γογγύλος]] μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. <i>kọkkr</i> «όγκος», γερμ. <i>kankuz</i>, λιθ. <i>gungul</i><i>ӯ</i><i>s</i> «[[τόπι]], [[μπάλα]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:52, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγύλος Medium diacritics: γογγύλος Low diacritics: γογγύλος Capitals: ΓΟΓΓΥΛΟΣ
Transliteration A: gongýlos Transliteration B: gongylos Transliteration C: goggylos Beta Code: goggu/los

English (LSJ)

[ῠ], η, ον,

   A = στρογγύλος, round, A.Fr.199.7, S.Ichn.297, Pl.Cra.427c; [μᾶζα] Ar.Pax28; λίθος ἄθετος IG12.372.22; ἐλαῖαι Plb. 12.2.4: Comp. -ώτερος Ath.4.139a.    2 = σκληρός, Hsch.    II Subst. γόγγῠλος, ὁ, (proparox. acc. to Hdn.Gr.1.164) = κόνδυλος, Sch.Lyc.435.    2 = ὄλυνθος, Nic.Th.855. (Redupl. form from root of γαυλός, γύλιος, etc.)

German (Pape)

[Seite 500] = στρογγύλος, rund, Plat. Crat. 427 c u. bei Ath. u. a. Sp.; λίθος Schol. Ar. Pax 28; Inscr. 160, 2; Galen. auch γογγύλιος

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλος: [ῠ], η, ον,= στρογγύλος, κυκλοτερής, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182· μᾶζα γογγύλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 28· λίθος γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160 α. 22, πρβλ. Bückh σ. 274. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γόγγυλος, ὁ, (προπαροξ. κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 56) = κόνδυλος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 435· (γογγύλη χεὶρ παρ’ Εὐδοκ.)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
rond, arrondi.
Étymologie: DELG rien de sûr.

Greek Monolingual

(I)
ο
γένος Εντόμων της οικογένειας Mantidae (τάξη Ορθόπτερων).
(II)
γογγύλος, -η, -ον (Α)
στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gong- /geng-. To επίθημα -ύλος απαντά σε τύπους με παρεμφερή σημασία (πρβλ. αγκύλος, καμπύλος, στρογγύλος). Δυνατόν να υποτεθεί τ. γογγρός «στρογγυλός», που δίνει τον τ. γογγύλος (πρβλ. Αισχύλος -αισχρός). Τέλος, ο τ. γογγύλος μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. kọkkr «όγκος», γερμ. kankuz, λιθ. gungulӯs «τόπι, μπάλα»].

Greek Monotonic

γογγύλος: [ῠ], -η, -ον = στρογγύλος, κυκλικός, στρογγυλός, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γογγύλος: (ῠ) шарообразный, круглый (πέτρα Aesch. - v. l. στρογγύλος; sc. μάζα Arph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: round (A.).
Derivatives: Substantivized (with change of stress) γόγγυλος "the round one" = κόνδυλος, the clenched fist (Sch.), ὄλυνθος, wild fig (Nic.). γογγυλίς (Com.), γογγύλη (Str.) rape, also round bread (Ar.), γογγυλίδιον pill (medic.); γογγυλώδης round (Sch.); denom. γογγύλλω make round (Porson Ar. Th. 56 for γογγυλίζω after γογγύλ<λ>ειν συστρέφειν H.); γογγυλεύματα στρογγυλεύματα H. - Isolated γογγυλάτης hurling balls of fire? epith. of Zeus (Lyc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Beside γογγύλος stands στρογγύλος id. (cf. ἀγκύλος, καμπύλος). - If γογγύ-λος was based on an u-stem, this is perh. found in ON kǫkkr clump, PGm. *kanku-z, < *gongu-s . Connection with γιγγίς, γιγγίδιον a kind of rape (s. vv.) < *γεγγίς seems not probable. Comparison with Lith. gungulỹs ball also is rather useless. Reconstruction of IE *geng-, gong-, gn̥g- clump, ball (Pok. 379) is of doubtful value; most words are Germanic and would mean bend.