σκῶλος: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]] με οξύ το ένα του [[άκρο]], [[παλούκι]]<br /><b>2.</b> [[αγκάθι]] («ἦν τις [[ἀΐδρυτος]] ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], όλεθρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[σκόλοψ]] «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. <i>hell</i> «[[τρυπητήρι]], [[σούβλα]]», <i>helle</i> «[[σούβλα]], [[ακόντιο]]», λιθουαν. <i>ku</i><i>ō</i><i>las</i> «[[παλούκι]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]] με οξύ το ένα του [[άκρο]], [[παλούκι]]<br /><b>2.</b> [[αγκάθι]] («ἦν τις [[ἀΐδρυτος]] ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], όλεθρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[σκόλοψ]] «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. <i>hell</i> «[[τρυπητήρι]], [[σούβλα]]», <i>helle</i> «[[σούβλα]], [[ακόντιο]]», λιθουαν. <i>ku</i><i>ō</i><i>las</i> «[[παλούκι]]»].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκώλοισι<br />δρεπάνοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκώληκας]]].<br /> <b>(III)</b><br />τὸ, Α<br />(αμφβλ. σημ.) οικιακό [[σκεύος]] άγνωστης χρήσης. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,= σκόλοψ,
A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P. 2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23. 3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο, παλούκι
2. αγκάθι («ἦν τις ἀΐδρυτος ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», Αριστοφ.)
3. συμφορά, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκόλοψ «πάσσαλος, παλούκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. hell «τρυπητήρι, σούβλα», helle «σούβλα, ακόντιο», λιθουαν. kuōlas «παλούκι»].
(II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκώλοισι
δρεπάνοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκώληκας].
(III)
τὸ, Α
(αμφβλ. σημ.) οικιακό σκεύος άγνωστης χρήσης.
Greek Monotonic
σκῶλος: ὁ, όπως το σκόλοψ, πάσσαλος που έχει αιχμηρή απόληξη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
σκῶλος: ὁ
1) кол Hom.;
2) шип, колючка Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῶλος -ου, ὁ [~ σκόλοψ?] puntige paal. uitbr. doorn, stekel.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: pointed pole ( Ν 564), thorn, prickle (Ar. a. o.);
Other forms: Also σκῶλον, pl. -α id. (EM, H.), metaph. stumbling block, hindrance, σκάνδαλον with -όομαι be offended (LXX; Aq., Al.).
Compounds: σκωλο-βατίζω to walk on stilts (Epich.), -βάτης kind of weevil (H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can be identcial with Alb. hell piercer, awl, helle (prop. pl.) broach, spear, lance (IE *skōlo-s; G. Meyer Alb. Wb. 145f., Jokl IF 37, 98f., Mann Lang. 26, 386). Beside it the s-less Lith. kuõlas pole; further s. σκάλλω, alo κλάω. Cf. also σκόλοψ.