ἐπιπρέπω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(2) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιπρέπω:''' <b class="num">1)</b> показываться, обнаруживаться, быть заметным ([[οὐδέ]] τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει Hom.; τὸ [[γενναῖον]] [[λῆμα]] ἐπιπρέπει τινί Pind.);<br /><b class="num">2)</b> быть к лицу, идти (τινί Thuc.; μετώπῳ Luc.);<br /><b class="num">3)</b> подобать, приличествовать (τινί Xen., Plut.). | |elrutext='''ἐπιπρέπω:''' <b class="num">1)</b> показываться, обнаруживаться, быть заметным ([[οὐδέ]] τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει Hom.; τὸ [[γενναῖον]] [[λῆμα]] ἐπιπρέπει τινί Pind.);<br /><b class="num">2)</b> быть к лицу, идти (τινί Thuc.; μετώπῳ Luc.);<br /><b class="num">3)</b> подобать, приличествовать (τινί Xen., Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to be [[manifest]] on the [[surface]], to be [[conspicuous]], Od., Theocr.<br /><b class="num">II.</b> to [[beseem]], fit, [[suit]], τινί Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A to be conspicuous, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Od.24.252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα Pi.P.8.44, cf. Theoc.25.40, D.H.Din.7; ὁ ὀφθαλμὸς ἐ. τῷ μετώπῳ Luc.DMar.1.1. II. beseem, suit, c. dat., Plu.2.794a: impers., ἐπιπρέπει it is fitting, c.inf., Xenoph.26.
German (Pape)
[Seite 972] an Etwas hervorstechen, in die Augen fallen, sichtbar sein, οὐδέ τί σοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος , nicht Knechtsgestalt zeigt sich an dir, Od. 24, 252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων λῆμα Pind. P. 8, 46; οἷόν τοι μέγα εἶδος ἐπιπρέπει Theocr. 25, 38; Sp. in Prosa, z. B. ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ, nimmt sich gut darauf aus, steht dir gut, Luc. D. Mar. 1, 1; D. Hal. iud. Din. 7. – Bei Xen. Cyr. 7, 5, 83, τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν, mit der v. l. ἐπιτρέπειν, dazu passen, sich ziemen; vgl. Plut. an seni 19 u. Iac. Philostr. p. 337.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπρέπω: ἐπιφαίνομαι, φαίνομαι ὑπάρχων ἔν τινι, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Ὀδ. Ω. 252· Φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶν λῆμα (καθ’ Ἕρμαννον: παῖ, σοὶ λῆμα) Πινδ. Π. 8. 63, πρβλ. Θεόκρ. 25. 40, Διον. Ἁλ. Δείναρχ. 7· ὅ τε ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ οὐδὲν ἐνδεέστερον ὁρᾶν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 1. ΙΙ. ἁρμόζω, πρέπει, ἔπειτα τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις ἐπιπρέπειν; Ξεν. Κύρ. 7. 5, 83, πρβλ. Πλούτ. 2. 794Α.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 se montrer à la surface, être apparent, paraître;
2 être apparent sur, τινι;
3 convenir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, πρέπω.
English (Autenrieth)
only 3 sing., is to be seen, manifest in, Od. 24.252†.
English (Slater)
ἐπῐπρέπω
1 be conspicuous “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.44)
Greek Monolingual
ἐπιπρέπω (Α) πρέπω
1. εξέχω, διακρίνομαι, φαίνομαι («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος», Ομ. Οδ.)
2. αρμόζω, ταιριάζω, συμφωνώ («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», Ξεν.)
3. απρόσ. ἐπιπρέπει
αρμόζει, ταιριάζει, πρέπει.
Greek Monotonic
ἐπιπρέπω:I. εμφανίζομαι στην επιφάνεια, είμαι ορατός, προφανής, εξέχω, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
II. ταιριάζω, αρμόζω, είμαι ανάλογος, τινί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπρέπω: 1) показываться, обнаруживаться, быть заметным (οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει Hom.; τὸ γενναῖον λῆμα ἐπιπρέπει τινί Pind.);
2) быть к лицу, идти (τινί Thuc.; μετώπῳ Luc.);
3) подобать, приличествовать (τινί Xen., Plut.).
Middle Liddell
I. to be manifest on the surface, to be conspicuous, Od., Theocr.
II. to beseem, fit, suit, τινί Xen.