ἀρτέομαι: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">prepare, make ready</b> (Hdt.)<br />Derivatives: <b class="b3">ἄρτησις</b> (Hdt.). - <b class="b3">ἀρτίζω</b> (cf. <b class="b3">αἰτέω</b> : <b class="b3">αἰτίζω</b>) [[prepare]] (Theoc.; <b class="b3">καταρτίζω</b> Hdt.). The <b class="b2">s-</b>stem in <b class="b3">ἐπαρτής</b> [[ready]] (Od.) does not require an <b class="b2">s-</b>stem noun.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From the root <b class="b3">ἀρ-</b> in <b class="b3">ἀραρίσκω</b>, through a noun in <b class="b3">-τ-</b>, cf. Schwyzer 705f.; not directly from <b class="b3">ἄρτι</b>. | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">prepare, make ready</b> (Hdt.)<br />Derivatives: <b class="b3">ἄρτησις</b> (Hdt.). - <b class="b3">ἀρτίζω</b> (cf. <b class="b3">αἰτέω</b> : <b class="b3">αἰτίζω</b>) [[prepare]] (Theoc.; <b class="b3">καταρτίζω</b> Hdt.). The <b class="b2">s-</b>stem in <b class="b3">ἐπαρτής</b> [[ready]] (Od.) does not require an <b class="b2">s-</b>stem noun.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From the root <b class="b3">ἀρ-</b> in <b class="b3">ἀραρίσκω</b>, through a noun in <b class="b3">-τ-</b>, cf. Schwyzer 705f.; not directly from <b class="b3">ἄρτι</b>. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> as Pass. to be [[prepared]], get [[ready]], make [[ready]], c. inf., πολεμεῖν [[ἀρτέοντο]], [[ἀρτέετο]] ἐς πόλεμον Hdt.; also,<br /><b class="num">II.</b> as Mid., c. acc., ναυμαχίην ἀρτέεσθαι to [[prepare]] a sea-[[fight]], Hdt. [Akin to [[ἀρτύω]], not to [[ἀρτάω]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. Verb, Pass.,
A to be prepared, make ready, c. inf., οἱ δὲ αὖτις πολεμέειν . . ἀρτέοντο Hdt.5.120; ἀρτέετο ἐς πόλεμον Id.8.97. II Med., c. acc., οἳ οὐκ ἔων ναυμαχίην ἀρτέεσθαι Id.7.143. (Cf. ἀν-, παρ-αρτέομαι. Akin to ἀρτίζομαι, not to ἀρτάομαι.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτέομαι: μόνον ἐν τῷ παθητικῷ τύπῳ, παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, μετ’ ἀπαρεμ., οἱ δὲ αὖτις πολεμεῖν... ἀρτέοντο Ἡρόδ. 5. 120· ὡσαύτως, ἀρτέετο ἐς πόλεμον 8. 97· - μετ’ αἰτ., οἳ οὐκ ἔων ναυμαχίην ἀρτέεσθαι (πρβλ. ναυμαχίην παρασκευασαμένους, ὀλίγον ἀνωτέρω), 7. 143· - τὸ ῥῆμα τοῦτο δυσκόλως δύναται νὰ εἶναι Ἰων. τύπος τοῦ ἀρτάομαι, μεθ’ οὗ οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν κατὰ τὴν σημασίαν, καθότι εἶναι ἀκριβῶς ταὐτόσημον τῷ ἀρτύομαι ἢ ἀρτίζομαι: - ἀπαντᾷ ὡσαύτως καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις ἀν-, παρ-, αρτέομαι, πρβλ. Veitch ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être préparé ; être prêt.
Étymologie: DELG ἀραρίσκω.
Spanish (DGE)
jón. prepararse, aprestarse a πολεμέειν Hdt.5.120, ἐς πόλεμον Hdt.8.97, ναυμαχίην Hdt.7.143.
• Etimología: Deriv. de la raíz *H2er- que da lugar a ἀραρίσκω, etc., y c. suf. -t-.
Greek Monolingual
ἀρτέομαι (Α)
ετοιμάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ- «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω, παρεκτεταμένη με ένα -τ- (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας παράγωγο του άρτι δεν ευσταθεί.
ΠΑΡ. αρχ. άρτησις (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. αναρτέομαι, παραρτέομαι.
Greek Monotonic
ἀρτέομαι: Ιων. ρημ.:
I. Παθ., είμαι προετοιμασμένος, είμαι έτοιμος, προετοιμάζομαι, με απαρ. πολεμεῖν ἀρτέοντο, ἀρτέετο ἐς πόλεμον, σε Ηρόδ.· επίσης,
II. Μέσ., με αιτ., ναυμαχίην ἀρτέεσθαι, προετοιμάζω ναυμαχία, στον ίδ. (συγγενές προς το ἀρτύω, όχι προς το ἀρτάω).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: prepare, make ready (Hdt.)
Derivatives: ἄρτησις (Hdt.). - ἀρτίζω (cf. αἰτέω : αἰτίζω) prepare (Theoc.; καταρτίζω Hdt.). The s-stem in ἐπαρτής ready (Od.) does not require an s-stem noun.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From the root ἀρ- in ἀραρίσκω, through a noun in -τ-, cf. Schwyzer 705f.; not directly from ἄρτι.
Middle Liddell
I. as Pass. to be prepared, get ready, make ready, c. inf., πολεμεῖν ἀρτέοντο, ἀρτέετο ἐς πόλεμον Hdt.; also,
II. as Mid., c. acc., ναυμαχίην ἀρτέεσθαι to prepare a sea-fight, Hdt. [Akin to ἀρτύω, not to ἀρτάω.]