ἄρρωστος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄρρωστος:''' и Anth. [[ἄρωστος]] 2<br /><b class="num">1)</b> слабый, болезненный, хилый Xen., Arst., Plut.: οὐκ ἄ. τὴν ψυχήν Xen. разумный человек;<br /><b class="num">2)</b> неспособный, непригодный (πρὸς τὰς πράξεις Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> несклонный, нерасположенный (ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc.).
|elrutext='''ἄρρωστος:''' и Anth. [[ἄρωστος]] 2<br /><b class="num">1)</b> слабый, болезненный, хилый Xen., Arst., Plut.: οὐκ ἄ. τὴν ψυχήν Xen. разумный человек;<br /><b class="num">2)</b> неспособный, непригодный (πρὸς τὰς πράξεις Isocr.);<br /><b class="num">3)</b> несклонный, нерасположенный (ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥώννυμι]]<br />i. [[weak]], [[sickly]]:— adv., [[ἀρρώστως]] ἔχειν to be ill, Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> in [[moral]] [[sense]], [[weak]], [[feeble]], τὴν ψυχήν Xen.:— [[remiss]], εἴς τι in a [[thing]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> also, v. [[ἄρδω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρωστος Medium diacritics: ἄρρωστος Low diacritics: άρρωστος Capitals: ΑΡΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: árrōstos Transliteration B: arrōstos Transliteration C: arrostos Beta Code: a)/rrwstos

English (LSJ)

ον, (ῥώννυμι)

   A weak, sickly, Arist. HA634b14, Plu.2.465c. Adv. -τως, ἔχειν Aeschin.2.14, cf. D.H.7.12; διακεῖσθαι Isoc.19.20.    2 in moral sense, weak, feeble, τὴν ψυχήν X.Ap.30, cf. Oec.4.2 (Comp.).    3 ἀρρωστότερος ἐς τὴν μισθοδοσίαν remiss in payment, Th.8.83. [ᾰρωστος AP11.206 (Lucill.).]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 faible, malade;
2 fig. non disposé à, avec ἐς.
Étymologie: ἀ, ῥώννυμι.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἄρω- AP 11.206 (Lucill.)
I 1enfermo αὐταὶ δ' αὑτῶν ὁτὲ μὲν ἀρρωστότεραι, ὁτὲ δ' ἰσχύουσι μᾶλλον Arist.HA 634b14, ἐγὼ ... [ἄρρωστ] ος ἐτύγχανον ... ὤν PCair.Zen.18.5 (III a.C.), cf. AP 11.206 (Lucill.), Babr.75.1, D.C.50.18.3, Ael.NA 17.4, Hierocl.Facet.222, GDI 1878.17 (Delfos II a.C.), PMasp.151.185 (IV d.C.)
subst. ἄρρωστοι τεσσαρεσκαίδεκα catorce casos clínicos Hp.Epid.1.26 tít., οἷον ἀρρώστῳ παραινῶν ἑκάστῳ Plu.2.465c.
2 en sent. moral débil, flojo οὐκ ἄ. τὴν ψυχήν X.Ap.30, τῶν δὲ σωμάτων θηλυνομένων καὶ αἱ ψυχαὶ πολὺ ἀρρωστότεραι X.Oec.4.2
ἐς τὴν μισθοδοσίαν ἀρρωστότερον peor dispuesto para la paga Th.8.83.
II adv. -ως sin fuerza, en estado enfermizo ἀ. διακεῖσθαι Isoc.19.20, D.H.7.12, Corp.Herm.18.7, ἀ. ἔχειν estar enfermo Aeschin.2.14.

English (Thayer)

ἄρρωστον (ῤώννυμι, which see), without strength, weak; sick: Hippocrates), Xenophon, Plutarch.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρρωστος, -ον)
1. ο αδύνατος, ο ασθενής
2. ο ψυχικά ασθενής
νεοελλ.
1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση
2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός)
αρχ.
ο απρόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώννυμαι (παθ. του ρώννυμι) «είμαι σε καλή υγεία, υγιαίνω»].

Greek Monotonic

ἄρρωστος: -ον (ῥώννυμι
1. ασθενής, καχεκτικός, άρρωστος· επίρρ., ἀρρώστως ἔχειν, είμαι άρρωστος, σε Αισχίν.
2. με ηθική σημασία, αδύνατος, ασθενής, τὴν ψυχήν, σε Ξεν.· απρόθυμος, εἴς τι, σε κάτι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρρωστος: и Anth. ἄρωστος 2
1) слабый, болезненный, хилый Xen., Arst., Plut.: οὐκ ἄ. τὴν ψυχήν Xen. разумный человек;
2) неспособный, непригодный (πρὸς τὰς πράξεις Isocr.);
3) несклонный, нерасположенный (ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc.).

Middle Liddell

ῥώννυμι
i. weak, sickly:— adv., ἀρρώστως ἔχειν to be ill, Aeschin.
2. in moral sense, weak, feeble, τὴν ψυχήν Xen.:— remiss, εἴς τι in a thing, Thuc.
II. also, v. ἄρδω.