εἰσωπός: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εἰσωπός:''' находящийся лицом к лицу: εἰσωποὶ ἐγένοντο [[νεῶν]] Hom. они оказались перед кораблями. | |elrutext='''εἰσωπός:''' находящийся лицом к лицу: εἰσωποὶ ἐγένοντο [[νεῶν]] Hom. они оказались перед кораблями. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εἰσ-ωπός, όν [ὤψ]<br />in [[sight]] of, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο [[νεῶν]] [the Greeks] stood [[facing]] the ships, Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 9 January 2019
English (LSJ)
όν,
A within, i.e. between (perh. connected with ὀπή), εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653 : abs., in harbour, A.R. 2.751. 2 (ὤψ) visible, Arat.79,122.
German (Pape)
[Seite 747] im Angesicht; εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il. 15, 653, Schol. ἐν ὄψει ἔβλεπον, sie hatten die Schiffe, denen sie vorher den Rücken kehrten, vor Augen; so sp. D., εἰσωπὸς ἐλεύσεσθαι, entgegen, Arat. 122; τινί, 79; vgl. Ap. Rh. 2, 751.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσωπός: -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ πρόσωπον, εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς ναῦς ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ αὐτίκα νηῒ διέξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui est en vue de, gén..
Étymologie: εἰς, ὤψ.
Spanish (DGE)
-όν
1 c. gen. que está dentro o en medio de εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653, cf. Lyr.Eleg.Adesp.58.12W.
•en el interior τῇ ... νηὶ διὲξ Ἀχερουσίδος ἄκρης εἰσωποί ... ἔκελσαν A.R.2.751.
2 que está a la vista o en presencia de, visible de constelaciones ἂν διχόμηνι σελήνῃ εἰσωποὶ τελέθοιεν Arat.79, οὐδ' ἔτ' ἔφη εἰ. ἐλεύσεσθαι καλέουσιν Arat.122, cf. Ael.Dion.ε 24.
Greek Monolingual
εἰσωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον
2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο
3. φανερός, ορατός.
Greek Monotonic
εἰσωπός: -όν (ὤψ), στραμμένος με το πρόσωπο προς μια κατεύθυνση, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν, (οι Αχαιοί) στάθηκαν αντικρύζοντας τα καράβια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσωπός: находящийся лицом к лицу: εἰσωποὶ ἐγένοντο νεῶν Hom. они оказались перед кораблями.
Middle Liddell
εἰσ-ωπός, όν [ὤψ]
in sight of, εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν [the Greeks] stood facing the ships, Il.