ὀλοοίτροχος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(2b) |
(1ba) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m. (accent uncertain cf. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 129 = Kl. Schr. 2, 1186).<br />Meaning: <b class="b2">round piece of rock, boulder, large stone</b> (Ν 137, Democr. 162, Orac. ap. Hdt. 5, 92 β).<br />Other forms: <b class="b3">ὀλοίτροχος</b> (Hdt. 8, 52, Theoc. 22, 49), <b class="b3">ὁλοίτροχος</b> (X. An. 4, 2, 3)<br />Origin: IE [Indo-European] [1140] <b class="b2">*u̯el-</b> [[turn]], [[wind]]<br />Etymology: Prob. prop. <b class="b2">circle-runner</b>, technical term for a round stone, which is taken down from above or by a vehement stream taken forth. The 1. element belongs to <b class="b3">εἰλέω</b> [[roll]], [[turn]] and looks as a locative (Pott); after Bechtel Lex. s. v. (with extensive treatment) from a noun <b class="b3">*ϜολοϜο-</b> [[whirl]], [[rotation]] with closer connection with [[εἰλεός]] (s. v.); rejected by Shipp Studies 49 f. (rather with the Ancients to <b class="b3">ὀλοός</b> [[pernicious]]; <b class="b3">οι</b> metr. condit.). | |etymtx=Grammatical information: m. (accent uncertain cf. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 129 = Kl. Schr. 2, 1186).<br />Meaning: <b class="b2">round piece of rock, boulder, large stone</b> (Ν 137, Democr. 162, Orac. ap. Hdt. 5, 92 β).<br />Other forms: <b class="b3">ὀλοίτροχος</b> (Hdt. 8, 52, Theoc. 22, 49), <b class="b3">ὁλοίτροχος</b> (X. An. 4, 2, 3)<br />Origin: IE [Indo-European] [1140] <b class="b2">*u̯el-</b> [[turn]], [[wind]]<br />Etymology: Prob. prop. <b class="b2">circle-runner</b>, technical term for a round stone, which is taken down from above or by a vehement stream taken forth. The 1. element belongs to <b class="b3">εἰλέω</b> [[roll]], [[turn]] and looks as a locative (Pott); after Bechtel Lex. s. v. (with extensive treatment) from a noun <b class="b3">*ϜολοϜο-</b> [[whirl]], [[rotation]] with closer connection with [[εἰλεός]] (s. v.); rejected by Shipp Studies 49 f. (rather with the Ancients to <b class="b3">ὀλοός</b> [[pernicious]]; <b class="b3">οι</b> metr. condit.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀλοοίτροχος]], ὁ, [lengthd. epic [[form]] of [[ὁλοίτροχος]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 326] poet. = ὁλοίτροχος; Il. 13, 137; Orak. bei Her. 5, 92, 2.
English (Autenrieth)
(ϝολ., cf. volvo): rolling stone, round rock, Il. 13.137†.
Greek Monolingual
ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α)
1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. σφαιροειδής, στρογγυλός («πέτροι ὀλοίτροχοι» — στρογγυλοί λίθοι με τους οποίους παραβάλλονται οι ισχυροί στρογγυλοί μυώνες τών αθλητών, Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < ὀλοο- + -τροχος (< επίθ. τροχός «αυτός που τρέχει» < τρέχω), πρβλ. εύ-τροχος, περί-τροχος. Κατά μία άποψη, το α' συνθετικό της λ. ὀλοο- (< FολοFο- «στροφή, γύρισμα») εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, κυλίω» και συνδέεται με τη λ. ειλεός (< FελεFος) και τα ρ. εἰλῶ «στρέφω, περιτυλίσσω» (βλ. λ. είλω) και εἰλύω. Το -οι- του τ. ὀλοοίτροχος είναι δυσερμήνευτο, παρ' ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί κατάλ. τοπικής πτώσης. Η σύνδεση του α' συνθετικού με τη λ. ὀλοός (Ι) «καταστροφέας» θεωρείται παρετυμολογική. Σε παρετυμολογική, εξάλλου, επίδραση του επιθ. ὅλος οφείλεται η δασύτητα του τ. ὁλοίτροχος (πρβλ. και την γλώσσα του Ησύχ. «ὁλότροχος
περιφερής λίθος»). Τέλος, ανάλογο σχημ. αποτελεί και η γλώσσα του Ησύχ. «ὀλοοίτροπα
παρά Ροδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν» με σημ. «γλυκά που τά γυρίζει κανείς για να ψηθούν»].
Greek Monotonic
ὀλοοίτροχος: ὁ, εκτεταμ. Επικ. τύπος του ὁλοίτροχος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλοοίτροχος: Hom., Theocr. = ὁλοίτροχος I.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (accent uncertain cf. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 129 = Kl. Schr. 2, 1186).
Meaning: round piece of rock, boulder, large stone (Ν 137, Democr. 162, Orac. ap. Hdt. 5, 92 β).
Other forms: ὀλοίτροχος (Hdt. 8, 52, Theoc. 22, 49), ὁλοίτροχος (X. An. 4, 2, 3)
Origin: IE [Indo-European] [1140] *u̯el- turn, wind
Etymology: Prob. prop. circle-runner, technical term for a round stone, which is taken down from above or by a vehement stream taken forth. The 1. element belongs to εἰλέω roll, turn and looks as a locative (Pott); after Bechtel Lex. s. v. (with extensive treatment) from a noun *ϜολοϜο- whirl, rotation with closer connection with εἰλεός (s. v.); rejected by Shipp Studies 49 f. (rather with the Ancients to ὀλοός pernicious; οι metr. condit.).
Middle Liddell
ὀλοοίτροχος, ὁ, [lengthd. epic form of ὁλοίτροχος.]