ήσκιος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(16) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> η [[σκιά]], το σκοτεινό [[είδωλο]] αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο [[έδαφος]] ή σε [[άλλη]] [[επιφάνεια]] σε αντίθετη [[διεύθυνση]] από αυτήν που φωτίζεται<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο σκιαζόμενος [[τόπος]], το [[ήσκιωμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είδωλο]] φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν υλική [[υπόσταση]] («[[ήσκιος]] της αγάπης»)<br /><b>4.</b> [[σκιώδης]] ύπαρξη, υπερφυσικό ον, [[φάντασμα]], [[αερικό]]<br /><b>5.</b> αόριστη, ακαθόριστη, [[νεφελώδης]] [[επιδίωξη]], το [[ονειροπόλημα]].<br /><b>6.</b> το [[φάντασμα]] της ψυχής πεθαμένου («ήσκιοι τριγυρνούν τη [[νύχτα]] στα χαλάσματα»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> η ψυχική [[δύναμη]] που υπάρχει σε [[κάθε]] [[άτομο]] και επιδρά θετικά ή αρνητικά στη [[διάθεση]] ή στην [[τύχη]] άλλων ατόμων («αυτός ο [[άνθρωπος]] έχει [[κακό]] ήσκιο»)<br /><b>8.</b> το εφιαλτικό όνειρο, ο [[βραχνάς]] («[[υποφέρω]] τη [[νύχτα]] από ήσκιους»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «τρέμει τον ήσκιο του» — [[είναι]] υπερβολικά [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σκιά]]- το <i>η</i>- από την [[επίδραση]] του [[ήλιος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από το <i>ήσκια</i> (<span style="color: red;"><</span | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> η [[σκιά]], το σκοτεινό [[είδωλο]] αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο [[έδαφος]] ή σε [[άλλη]] [[επιφάνεια]] σε αντίθετη [[διεύθυνση]] από αυτήν που φωτίζεται<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο σκιαζόμενος [[τόπος]], το [[ήσκιωμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είδωλο]] φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν υλική [[υπόσταση]] («[[ήσκιος]] της αγάπης»)<br /><b>4.</b> [[σκιώδης]] ύπαρξη, υπερφυσικό ον, [[φάντασμα]], [[αερικό]]<br /><b>5.</b> αόριστη, ακαθόριστη, [[νεφελώδης]] [[επιδίωξη]], το [[ονειροπόλημα]].<br /><b>6.</b> το [[φάντασμα]] της ψυχής πεθαμένου («ήσκιοι τριγυρνούν τη [[νύχτα]] στα χαλάσματα»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> η ψυχική [[δύναμη]] που υπάρχει σε [[κάθε]] [[άτομο]] και επιδρά θετικά ή αρνητικά στη [[διάθεση]] ή στην [[τύχη]] άλλων ατόμων («αυτός ο [[άνθρωπος]] έχει [[κακό]] ήσκιο»)<br /><b>8.</b> το εφιαλτικό όνειρο, ο [[βραχνάς]] («[[υποφέρω]] τη [[νύχτα]] από ήσκιους»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «τρέμει τον ήσκιο του» — [[είναι]] υπερβολικά [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σκιά]]- το <i>η</i>- από την [[επίδραση]] του [[ήλιος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από το <i>ήσκια</i> (<span style="color: red;"><</span> η [[σκιά]], [[οπότε]] [[είναι]] σύνθετο εκ συναρπαγής) με [[επίδραση]] [[πάλι]] του [[ήλιος]]. Η [[γραφή]] της λ. με <i>ι</i>-(<i>ίσκιος</i>) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ησκιάδα]], [[ησκιάζω]], [[ησκιερός]], [[ησκιώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ησκιογλιστρώ]], [[ησκιολούλουδο]], [[ησκιόραμα]], [[ησκιόφως]], [[ησκιόφωτο]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
ο
1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται
2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα
3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν υλική υπόσταση («ήσκιος της αγάπης»)
4. σκιώδης ύπαρξη, υπερφυσικό ον, φάντασμα, αερικό
5. αόριστη, ακαθόριστη, νεφελώδης επιδίωξη, το ονειροπόλημα.
6. το φάντασμα της ψυχής πεθαμένου («ήσκιοι τριγυρνούν τη νύχτα στα χαλάσματα»)
7. μτφ. η ψυχική δύναμη που υπάρχει σε κάθε άτομο και επιδρά θετικά ή αρνητικά στη διάθεση ή στην τύχη άλλων ατόμων («αυτός ο άνθρωπος έχει κακό ήσκιο»)
8. το εφιαλτικό όνειρο, ο βραχνάς («υποφέρω τη νύχτα από ήσκιους»)
9. φρ. «τρέμει τον ήσκιο του» — είναι υπερβολικά δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκιά- το η- από την επίδραση του ήλιος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από το ήσκια (< η σκιά, οπότε είναι σύνθετο εκ συναρπαγής) με επίδραση πάλι του ήλιος. Η γραφή της λ. με ι-(ίσκιος) δεν δικαιολογείται ετυμολογικώς.
ΠΑΡ. νεοελλ. ησκιάδα, ησκιάζω, ησκιερός, ησκιώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. ησκιογλιστρώ, ησκιολούλουδο, ησκιόραμα, ησκιόφως, ησκιόφωτο].