κυώ: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(22) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κυῶ, -έω (Α)<br /> <b>1.</b> έχω στην [[κοιλιά]] μου, [[εγκυμονώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («ἡ δ' ἐκύει φίλον [[υἱόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[μένω]] [[έγκυος]], [[συλλαμβάνω]] («κατακλίνεταί τε παρ' αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>3.</b> (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν [[νέον]] καὶ τὸν ἔνον καρπόν<br /> ἀφαιρουμένου γὰρ θατέρου [[μετά]] [[κύνα]], καὶ ὁ [[ἕτερος]] φανερὸς εὐθὺς κυούμενος<br /> κυεῑ γὰρ [[ὥσπερ]] [[βότρυς]] [[ὁμοσχήμων]]», Θεόφρ.)<br /> <b>4.</b> (για φυτά) [[παράγω]] [[άνθη]]<br /> <b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[κυοφορώ]] («ὧν κυεῑ περὶ ἐπιστήμης πειρᾱσθαι ἡμᾱς τῇ μαιευτικῇ [[τέχνη]] ἀπολῡσαι», Θεαίτ.)<br /> β) έχω [[βάρος]] («ἡ [[ψυχή]] μου διὰ τὸ ὑβρίσθαι καὶ ὀργίζεσθαι... διῆγεν... ἀεὶ | |mltxt=κυῶ, -έω (Α)<br /> <b>1.</b> έχω στην [[κοιλιά]] μου, [[εγκυμονώ]], [[είμαι]] [[έγκυος]] («ἡ δ' ἐκύει φίλον [[υἱόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[μένω]] [[έγκυος]], [[συλλαμβάνω]] («κατακλίνεταί τε παρ' αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>3.</b> (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν [[νέον]] καὶ τὸν ἔνον καρπόν<br /> ἀφαιρουμένου γὰρ θατέρου [[μετά]] [[κύνα]], καὶ ὁ [[ἕτερος]] φανερὸς εὐθὺς κυούμενος<br /> κυεῑ γὰρ [[ὥσπερ]] [[βότρυς]] [[ὁμοσχήμων]]», Θεόφρ.)<br /> <b>4.</b> (για φυτά) [[παράγω]] [[άνθη]]<br /> <b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[κυοφορώ]] («ὧν κυεῑ περὶ ἐπιστήμης πειρᾱσθαι ἡμᾱς τῇ μαιευτικῇ [[τέχνη]] ἀπολῡσαι», Θεαίτ.)<br /> β) έχω [[βάρος]] («ἡ [[ψυχή]] μου διὰ τὸ ὑβρίσθαι καὶ ὀργίζεσθαι... διῆγεν... ἀεὶ τοῦτο κυοῡσα», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> [[γεννώ]], [[τίκτω]]<br /> <b>7.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ κυούμενον</i><br /> <i>το</i> [[έμβρυο]] που βρίσκεται στη [[μήτρα]]<br /> <b>8.</b> (το θηλ. της μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ἡ κεκυημένη</i><br /> η [[γυναίκα]] που γέννησε, η [[λεχώνα]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κυῶ</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ku</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι-[[οίδημα]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>śvayati</i> «[[είμαι]], [[γίνομαι]] [[ισχυρός]]», αόρ. <i>aśv</i>-<i>a</i>-<i>t</i>, με λατ. <i>inciens</i> «[[έγκυος]]» (πιθ. δάνεια λ. από [[ἔγκυος]]), με λατ. <i>cumulus</i> «[[σωρός]]» και με τους τ. [[κύριος]], [[κύαρ]], [[κοῖλος]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κύημα]], [[κύησις]], [[κύμα]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[κυηρός]], [[κυητήριος]], [[κυητικός]], [[κυήτωρ]], [[κύος]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κυοτόκος]], [[κυοτροφία]], [[κύουρα]]<br /> <b>αρχ.-μσν.</b><br /> [[κυοφόρος]]. (Β' συνθετικό) [[έγκυος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[αποκυώ]], [[αρρενοκυώ]], [[εκκυώ]], <i>επικυώ</i>, [[παρακυώ]], [[προκυώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
κυῶ, -έω (Α)
1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ' ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.)
2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ' αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.)
3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον καὶ τὸν ἔνον καρπόν
ἀφαιρουμένου γὰρ θατέρου μετά κύνα, καὶ ὁ ἕτερος φανερὸς εὐθὺς κυούμενος
κυεῑ γὰρ ὥσπερ βότρυς ὁμοσχήμων», Θεόφρ.)
4. (για φυτά) παράγω άνθη
5. μτφ. α) κυοφορώ («ὧν κυεῑ περὶ ἐπιστήμης πειρᾱσθαι ἡμᾱς τῇ μαιευτικῇ τέχνη ἀπολῡσαι», Θεαίτ.)
β) έχω βάρος («ἡ ψυχή μου διὰ τὸ ὑβρίσθαι καὶ ὀργίζεσθαι... διῆγεν... ἀεὶ τοῦτο κυοῡσα», Ξεν.)
5. μέσ. κυοῡμαι, -έομαι
γεννώ, τίκτω
7. (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κυούμενον
το έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα
8. (το θηλ. της μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ κεκυημένη
η γυναίκα που γέννησε, η λεχώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυῶ ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα ku- της ΙΕ ρίζας keu- «φουσκώνω, πρήζομαι-οίδημα» και συνδέεται με αρχ. ινδ. śvayati «είμαι, γίνομαι ισχυρός», αόρ. aśv-a-t, με λατ. inciens «έγκυος» (πιθ. δάνεια λ. από ἔγκυος), με λατ. cumulus «σωρός» και με τους τ. κύριος, κύαρ, κοῖλος.
ΠΑΡ. κύημα, κύησις, κύμα
αρχ.
κυηρός, κυητήριος, κυητικός, κυήτωρ, κύος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυοτόκος, κυοτροφία, κύουρα
αρχ.-μσν.
κυοφόρος. (Β' συνθετικό) έγκυος
αρχ.
αποκυώ, αρρενοκυώ, εκκυώ, επικυώ, παρακυώ, προκυώ].