συνοδίτης: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synoditis | |Transliteration C=synoditis | ||
|Beta Code=sunodi/ths | |Beta Code=sunodi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[member of a | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[member]] of a [[σύνοδος]] (B) <span class="bibl">1</span>, <span class="title">IG</span>22.1348.19, 14.2000 (Rome, ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4549.10</span> (iii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = Latin <span class="title">Comes</span>, [[καίσαρος συνοδίτης]] <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1137.9</span> (i B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[relating]] to the [[σύνοδος]] (<span class="bibl">B. 11.2</span>) of [[sun]] and [[moon]], λίθοι <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>233</span>. (Freq. written [[συνοδείτης]].)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 05:06, 27 September 2019
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A member of a σύνοδος (B) 1, IG22.1348.19, 14.2000 (Rome, ii A.D.), Sammelb.4549.10 (iii A.D.). II = Latin Comes, καίσαρος συνοδίτης BGU1137.9 (i B.C.). III relating to the σύνοδος (B. 11.2) of sun and moon, λίθοι Dam.Isid.233. (Freq. written συνοδείτης.)
Greek (Liddell-Scott)
συνοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, μέλος συνόδου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 252. 2) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνοδῖται, οἱ, α) οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ ἀνήκοντες εἴς τι μοναστήριον διαφέροντες τῶν μοναχῶν. β) οἱ ἀποδεχόμενοι ὡς ἔγκυρον τὴν ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδον καλούμενοι καὶ συνοδικοί. ΙΙ. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, συνοδῖτα Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264r. ΙΙΙ. ὁ ἔχων σχέσιν πρὸς τὴν σύνοδον (ΙΙ. 3) τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 349. 27.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 compagnon de route;
2 qui concerne la rencontre du soleil et de la lune.
Étymologie: σύν, ὁδίτης.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «συνοδίτης φθόγγος»
γλωσσ. φθόγγος που χρησιμοποιείται με σκοπό την ευφωνία και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια
νεοελλ.-μσν.
1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης
2. ο συνοδικός, αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος
μσν.
αυτός που ανήκει σε μοναστήρι αλλά δεν διαμένει σ' αυτό («κληρικός ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)
μσν.-αρχ.
1. μέλος συνόδου, μέλος συνέλευσης
2. μτφ. συνοδός («βλαπτικός συνοδίτης ἡ ἀπορία», Προκ. Γαζ.
αρχ.
1. ονομασία λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει σχέση με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης
2. φρ. «Καίσαρος συνοδίτης» — κόμης επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνοδος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].
Greek Monotonic
συνοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που είναι μέλος συνόδου (σύνοδος), είναι δηλ. μέλος ενός ομίλου, μιας συντροφιάς, συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνοδίτης: ου (ῑ) ὁ спутник или попутчик Anth.