ἑτοιμασία: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(c1) |
(cc1) |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':˜toimas⋯a 赫胎馬西阿< | |sngr='''原文音譯''':˜toimas⋯a 赫胎馬西阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':準備的<br />'''字義溯源''':預備,備妥,準備;源自([[ἑτοιμάζω]])=預備);而 ([[ἑτοιμάζω]])出自([[ἕτοιμος]])=適應), ([[ἕτοιμος]])出自([[ἑταῖρος]])X*=合適)<br />'''出現次數''':總共(1);弗(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 準備(1) 弗6:15 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 3 October 2019
English (LSJ)
ἡ,
A readiness, πρὸς τὰς ὑπουργίας Hp. Decent.12; εἰς ἑ. ὑμῶν παρέχειν to place at your disposal, J.AJ 10.1.2. II preparation, ἀρμένων Aen.Tact.21.1, cf. LXX Ps.9.38 (10.17); τροφῆς ib.Wi.13.12; equipment, ἐν -ασίᾳ εὐαγγελίου Ep.Eph. 6.15.
German (Pape)
[Seite 1052] ἡ, Bereitwilligkeit, Sp. – Befestigung, Sicherung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμᾰσία: ἡ, - ἑτοιμότης, πρός τι Ἱππ. 24. 47· εἰς ἑτ. ὑμῶν παρέχω, θέτω εἰς τὴν διάθεσίν σας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 1, 2. ΙΙ. παρασκευή, ἑτοιμασία ὡς νῦν, Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 41, κ. ἀλλ.), Ἐκκλ.
English (Strong)
from ἑτοιμάζω; preparation: preparation.
English (Thayer)
ἑτοιμασίας, ἡ (ἑτοιμάζω), cf. θαυμάσια, εἰκασία, ἐργασία);
1. the act of preparing: τῆς τροφῆς, τῶν κλιναρίων, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,57.
2. equivalent to ἑτοιμότης, the condition of a person or thing so far forth as prepared, preparedness, readiness: Hipp., p. 24 (i. 74, Kühn edition); Josephus, Antiquities 10,1, 2; readiness of mind (German Bereitwilligkeit), τῆς καρδίας, ἐν ἑτοιμασία τοῦ εὐαγγελίου, with the promptitude and alacrity which the gospel produces, Ephesians 6:15.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμασία) ετοιμάζω
προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)
αρχ.-μσν.
1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.
β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.)
2. εξοπλισμός, εφοδιασμός, πολεμική προετοιμασία
3. φρ. «ἑτοιμασία θρόνου» — το θεμέλιωμα, το στερέωμα του θρόνου.
Russian (Dvoretsky)
ἑτοιμᾰσία: ἡ готовность: ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ NT приготовившись в путь (досл. обувши ноги готовностью).
Chinese
原文音譯:˜toimas⋯a 赫胎馬西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:準備的
字義溯源:預備,備妥,準備;源自(ἑτοιμάζω)=預備);而 (ἑτοιμάζω)出自(ἕτοιμος)=適應), (ἕτοιμος)出自(ἑταῖρος)X*=合適)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 準備(1) 弗6:15