возвращаться: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(1)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[συναναστρέφω]], [[ἐξανέρχομαι]], [[περιάγω]], [[νοστέω]], [[ἐξάνειμι]], [[καταπορεύομαι]], [[ὑπονοστέω]], [[ἀναποδόω]], [[ἐκνοστέω]], [[ἐξαπονέομαι]], [[καταστείχω]], [[ἄνειμι]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ἀνακάμπτω]], [[ἐπανακάμπτω]], [[ἐπανήκω]], [[ἐπιστρωφάω]], [[ἀποκομίζω]], [[ἐπαναφέρω]], [[ἐπαμφέρω]], [[ἀποπορεύομαι]], [[ἐπαναχωρέω]], [[ἐπανακρούομαι]], [[ἀνακομίζω]], [[ἀγκομίζω]], [[ἐπιστρέφω]], [[ἀνακυκλέω]], [[ὑποστρέφω]], [[ἐπάνειμι]], [[προσανατρέχω]], [[καταπλέω]], [[καταπλώω]], [[διαυλοδρομέω]], [[παλινδρομέω]], [[ἀναθέω]], [[ἀπονέομαι]], [[ἀποστείχω]], [[ἀπέρχομαι]], [[βαίνω]]
|rueltext=[[ἀναζεύγνυμι]], [[μετέρχομαι]], [[ἀφικνέομαι]], [[ἀπαλλάσσω]], [[ἀποστρέφω]], [[ἐπιστρέφω]], [[ἀναστρέφω]], [[ἀνέρχομαι]], [[ἀνατρέχω]], [[ἀναλύω]], [[κατάγω]], [[κομίζω]], [[ἀνήκω]], [[συναναστρέφω]], [[ἐξανέρχομαι]], [[περιάγω]], [[νοστέω]], [[ἐξάνειμι]], [[καταπορεύομαι]], [[ὑπονοστέω]], [[ἀναποδόω]], [[ἐκνοστέω]], [[ἐξαπονέομαι]], [[καταστείχω]], [[ἄνειμι]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ἀνακάμπτω]], [[ἐπανακάμπτω]], [[ἐπανήκω]], [[ἐπιστρωφάω]], [[ἀποκομίζω]], [[ἐπαναφέρω]], [[ἐπαμφέρω]], [[ἀποπορεύομαι]], [[ἐπαναχωρέω]], [[ἐπανακρούομαι]], [[ἀνακομίζω]], [[ἀγκομίζω]], [[ἀνακυκλέω]], [[ὑποστρέφω]], [[ἐπάνειμι]], [[προσανατρέχω]], [[καταπλέω]], [[καταπλώω]], [[διαυλοδρομέω]], [[παλινδρομέω]], [[ἀναθέω]], [[ἀπονέομαι]], [[ἀποστείχω]], [[ἀπέρχομαι]], [[βαίνω]], [[ἀμφιβάλλω]], [[ἀποκαθίστημι]], [[ἀναποδίζω]], [[ἐπανάγω]], [[περιέρχομαι]], [[κατέρχομαι]], [[κάτειμι]]
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 15 October 2019

Russian > Greek

ἀναζεύγνυμι, μετέρχομαι, ἀφικνέομαι, ἀπαλλάσσω, ἀποστρέφω, ἐπιστρέφω, ἀναστρέφω, ἀνέρχομαι, ἀνατρέχω, ἀναλύω, κατάγω, κομίζω, ἀνήκω, συναναστρέφω, ἐξανέρχομαι, περιάγω, νοστέω, ἐξάνειμι, καταπορεύομαι, ὑπονοστέω, ἀναποδόω, ἐκνοστέω, ἐξαπονέομαι, καταστείχω, ἄνειμι, ἐπανέρχομαι, ἀνακάμπτω, ἐπανακάμπτω, ἐπανήκω, ἐπιστρωφάω, ἀποκομίζω, ἐπαναφέρω, ἐπαμφέρω, ἀποπορεύομαι, ἐπαναχωρέω, ἐπανακρούομαι, ἀνακομίζω, ἀγκομίζω, ἀνακυκλέω, ὑποστρέφω, ἐπάνειμι, προσανατρέχω, καταπλέω, καταπλώω, διαυλοδρομέω, παλινδρομέω, ἀναθέω, ἀπονέομαι, ἀποστείχω, ἀπέρχομαι, βαίνω, ἀμφιβάλλω, ἀποκαθίστημι, ἀναποδίζω, ἐπανάγω, περιέρχομαι, κατέρχομαι, κάτειμι