ἐπάνειμι

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάνειμι Medium diacritics: ἐπάνειμι Low diacritics: επάνειμι Capitals: ΕΠΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: epáneimi Transliteration B: epaneimi Transliteration C: epaneimi Beta Code: e)pa/neimi

English (LSJ)


A (εἶμι ibo) used as fut. of ἐπανέρχομαι, go back, return, Th.6.102, etc.; αὐλὸς.. ἐπάνεισιν the music of the flute will rise again, S.Tr.642 (lyr.); in writing or speaking, go back or return to a point, ἐπὶ τὸν πρότερον λόγον Hdt.7.138; ἐγὼ δ' ἔνθεν ἐξέβην ἐπάνειμι X.HG7.4.1; μικρὸν ἐ. Id.Cyr.1.2.15; ἐ. δὴ πάλιν ἐπὶ τὰς ἀποδείξεις D.18.42, cf. 21.196; περὶ φύσεως πάσης ἐπανιόντα τῆς τῶν σώματων recurring to first principles of physiology, Pl.Lg.857d.
2 c. acc. rei, return to, recapitulate, τοὺς λόγους ib.693c; τὰ ὑποτεθέντα ἐ. αὖθις Id.Ti. 61d.
II rise, [ὕδωρ] κάτωθεν ἐ. πέφυκεν ib.22e; go up, Ὀλυμπίαζε Id.Hp.Mi.363d; ascend, ἀπὸ.. Id.Smp. 211b, 211c; ἡ νόησις ἐπὶ τὸ εἶναι ἐ. Dam.Pr.81; rise up, Hp.VC17.

German (Pape)

[Seite 902] (s. εἶμι), zurückgehen, -kehren; Thuc. 6, 102; Xen. Cyr. 2, 1, 29; Plat. Tim. 19 a u. sonst; ἐπί τι, Rep. V, 462 e, wie ἐπὶ τὸν πρότερον λόγον Her. 7, 138; ἐπαν. δὴ πάλιν ἐπὶ τὰς ἀποδείξεις Dem. 18, 42 u. ähnl.; ἐγὼ δ' ἔνθεν εἰς ταῦτα ἐξέβην, ἐπάνειμι Xen. Hell. 7, 4, 1; – vom Schalle, αὐλὸς ἐπάνεισι Soph. Tr. 639 ch.; ἡμέρας δὲ ὄρθρου τε ἐπανιόντων Plat. Legg. VII, 808 d. – Übh. von Neuem Etwas durchgehen, untersuchen, περὶ φύσεως Plat. Legg. IX, 857 d; τοὺς λόγους, wiederholen, III, 693 c; τὰ ὑποτεθέντα Tim. 61 d. – Hinausgehen, κάτωθεν ibd. 22 e; Ὀλυμπίαζε οἴκοθεν εἰς τὸ ἱερόν Hipp. min. 363 c; von der Verwandtschaft, τὸ γένος δι' ἀδελφῶν καὶ ἀδελφιδῶν ἐπανιόν Legg. XI, 925 a.

French (Bailly abrégé)

impér. ἐπανίθι, sbj. ἐπανίω, opt. ἐπανιοίην, inf. ἐπανιέναι, part. ἐπανιών;
1 passer d'un lieu à un autre, se transporter, avec εἰς et l'acc.;
2 revenir, retourner.
Étymologie: ἐπί, ἄνειμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάνειμι: (употр. тж. как fut. к ἐπανέρχομαι; imper. ἐπανίθι, conjct. ἐπανίω, opt. ἐπανιοίην, inf. ἐπανιέναι)
1 подниматься, вставать: ἡμέρας ὄρθρου ἐ. Plat. вставать на рассвете;
2 подниматься, в(о)сходить (κάτωθεν Plat.; ἐκ τῶν βαθέων Arst.): τὸ γένος δι᾽ ἀδελφῶν ἐπανιόν Plat. род, восходящий по линии братьев;
3 отправляться (вверх) (ἐκεῖ Thuc.; οἴκοθεν εἰς τὸ ἱερόν Plat.);
4 возвращаться (ἀπὸ στρατείας Plut.; преимущ. в речи: ἐπί τι Plat. и εἴς τι Dem.);
5 вновь просматривать, повторять (τὰ ὑποτεθέντα Plat.; περί τινος Plat., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάνειμι: (εἶμι), ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἐπανέρχομαι, αὐλὸς οὐκ ἀναρσίαν ἀχῶν κἀναχάν... ἐπάνεισιν, θὰ ἐπανέλθῃ, θὰ ἀκουσθῇ ἐκ νέου, ἐπὶ τῆς αὐλήσεως κατὰ τὰς ἐνιαυσίας τῶν Ἀμφικτυόνων συνελεύσεις, Σοφ. Τρ. 642· ἐν τῷ λέγειν ἢ γράφειν, «ἐπανέρχομαι εὶς τὸ σημεῖον ἐξ οὗ ἀπεμακρύνθην, ἐπὶ τὸν πρότερον λόγον Ἡρόδ. 7. 138· ἐγώ δ’ ἔνθεν ἐξέβην ἐπάνειμι Ξεν. Ἑλλην. 7.4,1· μικρὸν ἐπάνειμι ὁ αὐτὸς ἐν Κύρου Παιδ. 1. 2, 15· ἐπάνειμι δὴ πάλιν εἰς τὰς ἀποδείξεις Δημ. 240, 3, πρβλ. 578.1, Πλάτ. Συμπ. 211Β· ἐπ. περί τινος ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 857D. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπανιόντες τοὺς λόγους, συγκεφαλαιοῦντες, αὐτόθι 693C· τὰ ὕστερα ὑποτεθέντα ὁ αὐτὸς ἐν Τιμ. 61D. ΙΙ. ἀναβαίνω, ἀνέρχομαι, κάτωθεν ἐπὶ τὰς ἀρούρας αὐτόθι 22Ε· Ὀλυμπίαζε ὁ αὐτὸς Ἱππ. Ἐλάττ. 363C· ἐξέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, οὕτω δ’ ἂν τάχιστα... καὶ τὰ ὀστέα ἐπανίοι Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 910, 19.

Greek Monolingual

ἐπάνειμι (Α) είμι
1. (ως μέλλ. του ἐπανέρχομαι), θα επανέλθω, θα ξαναγυρίσω
2. επανέρχομαι σ' ένα σημείο του λόγου (γραπτού ή προφορικού)
3. προσφεύγω, ανατρέχω
4. συγκεφαλαιώνω («τὰ δ' ὑποτεθέντα ἐπάνιμεν αὖθις», Πλάτ.)
5. ανεβαίνω, ανέρχομαι
6. ανεβαίνω στην επιφάνεια.

Greek Monotonic

ἐπάνειμι: (εἶμι ibo), χρησιμ. ως μέλ. του ἐπ-ανέρχομαι,
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, σε Θουκ.· γραπτά ή προφορικά, επανέρχομαι, επιστρέφω σε ένα σημείο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., ανακεφαλαιώνω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εἶμι, ibo] [used as fut. of ἐπ-ανέρχομαι]
1. to go back, return, Thuc.:—in writing or speaking, to return to a point, Hdt., etc.
2. c. acc. rei, to recapitulate, Plat.

Lexicon Thucydideum

redire, to return, 4.16.2, 4.74.1, 4.135.1. 6.102.3.