ἀκάνθινος: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
(cc1) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akanthinos | |Transliteration C=akanthinos | ||
|Beta Code=a)ka/nqinos | |Beta Code=a)ka/nqinos | ||
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of thorns</b>, στέφανος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>15.17</span>, <span class="title">Jo.</span>19.5. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., | |Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of thorns</b>, στέφανος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>15.17</span>, <span class="title">Jo.</span>19.5. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., [[thorny]], ἐν ἀ. ἀταρποῖς <span class="title">Anacreont.</span>53.12. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">of shittah-wood</b>, ἱστός <span class="bibl">Hdt. 2.96</span>; ξύλα <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1177.191</span> (ii A. D.); <b class="b3">τὰ ἀ</b>. cloths <b class="b2">made of</b> ἀκάνθιον <span class="bibl">2</span>, <span class="bibl">Str.3.5.10</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀ. πάππος</b> <b class="b2">thistle-down</b>, Dsc.4.81.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:20, 29 June 2020
English (LSJ)
η, ον,
A of thorns, στέφανος Ev.Marc.15.17, Jo.19.5. 2 metaph., thorny, ἐν ἀ. ἀταρποῖς Anacreont.53.12. II of shittah-wood, ἱστός Hdt. 2.96; ξύλα PLond.3.1177.191 (ii A. D.); τὰ ἀ. cloths made of ἀκάνθιον 2, Str.3.5.10. 2 ἀ. πάππος thistle-down, Dsc.4.81.
German (Pape)
[Seite 68] von Dornen, dornig, ἀταρποί Anacr. 53, 12; στέφανος, Dornenkrone, N. T. – Bei Her. 2, 96 aus dem ägypt. ἄκανθα gemacht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάνθινος: -η, -ον, ἐξ ἀκανθῶν, στέφανος, Εὐαγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17. Ἰω. ιθ΄, 5. 2) μεταφ., ἀκανθώδης, ἐν ἀκ. ἀταρποῖς, Ἀνακρεοντ. 53. 12. ΙΙ. ἐκ ξύλου ἀκάνθης (ἀκακίας)· ἱστός, Ἡρόδ. 2. 96· τὰ ἀκ. = ὑφάσματα κατασκευασθέντα ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ φλοιοῦ αὐτῆς, Στράβ. 175.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de bois d’acacia.
Étymologie: ἄκανθα.
Spanish (DGE)
(ἀκάνθῐνος) -η, -ον
• Grafía: graf. ἀκάγθ- PCair.Zen.270.5 (III a.C.), ἀγάνθ- PVindob.Tandem 24.7 (I d.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de espinas στέφανος Eu.Marc.15.17, Eu.Io.19.5
•espinoso de abrojos ἐν ἀκανθίνοις ἀταρποῖς Anacreont.55.12
•τὰ ἀ. tejidos a base de fibra espinosa Str.3.5.10.
2 bot. ἀ. πάππος papo o vilano del cardo Dsc.4.81.
II del árbol de la goma, de acacia ἱστός Hdt.2.96, ξύλα PCair.Zen.l.c., LXX Is.34.13, PLond.1177.191 (II d.C.)
•de madera de acacia ὄρκανον ἀγάνθινον ἐλαιοργίου (sic) PVindob.Tandem l.c., cf. BGU 2486.10 (I d.C.), ἀκάνθινα ἐγκοίλια cuadernas de acacia en un barco PFlor.69.15, 17 (III d.C.) en BL 9.84
•ἀ. χυλός jugo de acacia, e.e., goma arábiga, PRyl.242.5 (III d.C.).
English (Abbott-Smith)
ἀκάνθινος, -ον (< ἄκανθα), [in LXX: Is 34:13 (סיר) *;]
1.of thorns: Mk 15:17, Jo 19:5.
2.of acantha-wood (Hdt.; π. ap. MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from ἄκανθα; thorny: of thorns.
English (Thayer)
(ἄκανθα; Cf. ἀμαράντινος), thorny, woven out of the twigs of a thorny plant: Isaiah 34:13.) Cf. the preceding word.
Greek Monolingual
-η, -ο και αγκάθινος, -η, -ο (Α ἀκάνθινος, -ίνη, -ον) ἄκανθα
φτιαγμένος με αγκάθια
«ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»
αρχ.
1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο του δέντρου είτε από το εσωτερικό του φλοιού)
«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (Ηρόδ. Β, 96)
«δένδρον ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται κάλλιστα» (Στράβ. Γ, 5, 10)
2. μτφ. ακανθώδης, δύσκολος, τραχύς
«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῑς» (Ανακρ. 53, 12)
3. «ἀκάνθινος πάππος» — το γήρειον, το χνούδι που βγαίνει από μερικά είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.
Greek Monotonic
ἀκάνθινος: -η, -ον (ἄκανθα),
I. αγκάθινος, φτιαγμένος από πλέγμα αγκαθιών, σε Καινή Διαθήκη
II. κατασκευασμένος από ξύλο ακακίας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάνθινος:
1) акантовый (ἱστός Her.);
2) тернистый (ἀταρποί Anacr.);
3) терновый (στέφανος NT).
Middle Liddell
ἄκανθα
I. of thorns, NTest.
II. of acacia wood, Hdt.
Chinese
原文音譯:¢k£nqinoj 阿刊提挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:尖刺植物(的)
字義溯源:多刺的,荊棘的,荊棘編製的;源自 (ἄκανθα)*=荊棘。主耶穌釘十字架時,兵丁用荊棘編作冠冕,戴在他頭上,這表明他擔當罪的刑罰與咒詛而死
出現次數:總共(2);可(1);約(1)
譯字彙編:
1) 荊棘(1) 約19:5;
2) 荊棘的(1) 可15:17