βέλτιστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=veltistos | |Transliteration C=veltistos | ||
|Beta Code=be/ltistos | |Beta Code=be/ltistos | ||
|Definition=η, ον, Dor. βέντ-, Sup. of <b class="b3">ἀγαθός</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[best]], [[most excellent]], β. ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span> 765</span>; <b class="b3">ὦ βέλτιστε</b> or <b class="b3">β</b>., a common mode of address, <b class="b2">my dear friend</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pl.</span>1172</span>, <span class="bibl">Antiph.289</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>337e</span>, etc.; ὦ βέλτιστε σύ <span class="bibl">Eub.106</span>; ὦ β. ἀνδρῶν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>515a</span>; ὦ ἄριστε καὶ β. <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>902a</span>; βέντισθ' οὗτος <span class="bibl">Theoc.5.76</span>; ὑπὲρ τὸ β. <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>378</span>; <b class="b3">οἱ β</b>. or <b class="b3">τὸ β</b>. | |Definition=η, ον, Dor. βέντ-, Sup. of <b class="b3">ἀγαθός</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[best]], [[most excellent]], β. ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span> 765</span>; <b class="b3">ὦ βέλτιστε</b> or <b class="b3">β</b>., a common mode of address, <b class="b2">my dear friend</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pl.</span>1172</span>, <span class="bibl">Antiph.289</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>337e</span>, etc.; ὦ βέλτιστε σύ <span class="bibl">Eub.106</span>; ὦ β. ἀνδρῶν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>515a</span>; ὦ ἄριστε καὶ β. <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>902a</span>; βέντισθ' οὗτος <span class="bibl">Theoc.5.76</span>; ὑπὲρ τὸ β. <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>378</span>; <b class="b3">οἱ β</b>. or <b class="b3">τὸ β</b>. [[the aristocracy]], <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>5.2.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>8.1.16</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ath.</span>1.5</span>, etc.; <b class="b3">τὸ β</b>., in Philos., <b class="b2">the highest good</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>99a</span>, <span class="bibl">99b</span>, <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>51</span>, etc.; τὰ β. βουλεύειν <span class="bibl">Th.4.68</span>; οὐκ ἀπὸ τοῦ β. ἀναστρέφεσθαι <span class="title">SIG</span>593.7(ii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>282.8</span> (ii A. D.). Adv. βέλτιστα <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.29</span>, etc.; βελτίστως <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Cael.</span>419.25</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:25, 30 June 2020
English (LSJ)
η, ον, Dor. βέντ-, Sup. of ἀγαθός,
A best, most excellent, β. ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq. 765; ὦ βέλτιστε or β., a common mode of address, my dear friend, Id.Pl.1172, Antiph.289, Pl.R.337e, etc.; ὦ βέλτιστε σύ Eub.106; ὦ β. ἀνδρῶν Pl.Grg.515a; ὦ ἄριστε καὶ β. Id.Lg.902a; βέντισθ' οὗτος Theoc.5.76; ὑπὲρ τὸ β. A.Ag.378; οἱ β. or τὸ β. the aristocracy, X. HG5.2.6, Cyr.8.1.16, Ath.1.5, etc.; τὸ β., in Philos., the highest good, Pl.Phd.99a, 99b, Epict.Ench.51, etc.; τὰ β. βουλεύειν Th.4.68; οὐκ ἀπὸ τοῦ β. ἀναστρέφεσθαι SIG593.7(ii B. C.), PTeb.282.8 (ii A. D.). Adv. βέλτιστα X.Oec.7.29, etc.; βελτίστως Simp. in Cael.419.25.
German (Pape)
[Seite 442] superl. zu ἀγαθός, der trefflichste, beste; häufig ὦ βέλτιστε, Plat. u. Ar. aus der Umgangssprache, ironisch; τὸ βέλτιστον, das Beste, sowohl das moralisch Gute, als das Nützliche, Zuträglichste, ὠφέλιμον erklärt, Plat. Alc. II, 145 c; βέλτιστα, aufs beste, Plat. u. Folgde; ἀπὸ τοῦ βελτίστου Dion. Hal. 1, 76. Bei Xen. Ath. 1, 5. 3, 10 stehen οἱ βέλτιστοι u. τὸ βέλτιστον, optimates, dem δῆμος entgegen.
Greek (Liddell-Scott)
βέλτιστος: -η, -ον, Δωρ. βέντ-, ὑπερθ. τοῦ ἀγαθός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 765, Πλάτ., κτλ.· β. γενενῆσθαι περί τινα, ἔχω ὑπηρετήσει αὐτὸν ἐξόχως, ἔχω βοηθήσει, Ἀριστοφ. Ἱππ. 765· - ὦ βέλτιστε ἢ βέλτιστε, κοινὸς τρόπος προσφωνήσεως, φίλε μου, «ἀδελφέ», Ἀριστοφ. Πλ. 1172, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ., κτλ.· - ὦ βέλτιστε σὺ Εὔβουλ. Σφιγγ. 3· ὦ β. ἀνδρῶν Πλάτ. Γοργ. 515Α, κτλ.· βέντισθ’ οὗτος Θεόκρ. 5.76· - ὑπὲρ τὸ βέλτιστον Αἰσχύλ. Ἀγ. 378· - οἱ βέλτιστοι ἢ τὸ βέλτιστον, οἱ ἄριστοι, ἡ ἀριστοκρατία, Λατ. optimates, (ὡς τό οἱ ἀγαθοί, κτλ.), Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 6, Κύρ. 8. 1, 16, Ἀθην. Πολ. 1. 5, κτλ.· - τὸ βέλτιστον, ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, τὸ ἀπόλυτον ἀγαθόν, τὸ ἀπολύτως ἄριστον, Πλάτ. Φαίδων. 99Α, Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp. de ἀγαθός, très bon, excellent, le meilleur ; οἱ βέλτιστοι XÉN les grands ; τὸ βέλτιστον PLAT le mieux possible, le mieux en soi t. de philos. ; souv. dans le dialogue βέλτιστε, ô mon excellent ami !.
Étymologie: cf. βελτίων.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): dór. βέντ- Theoc.5.76
sup. de ἀγαθός q.u.
I de pers.
1 buenísimo, bonísimo, el mejor desde el punto de vista:
a) del valor guerrero οὗτοι βέλτιστοι ... ἄνδρες ἐν τῷ πολέμῳ τῷδε Th.3.98, βέλτιστοι τῶν στρατηγῶν Hell.Oxy.13.1
•subst. οἱ βέλτιστοι las tropas mejores X.Cyr.1.4.17, cf. Th.4.73;
b) de una habilidad o capacidad buenísimo, óptimo, muy capaz β. λογοδαίδαλος Pl.Phdr.266e, περὶ παιδείας β. X.Ap.21, περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq.765, τοὺς ... ἔχοντας τὰ χρήματα καὶ ἄρχειν ἄριστα βελτίστους Th.6.39.
2 desde el punto de vista familiar, amistoso buenísimo, honradísimo en exclam. y voc. τέκος E.Fr.673, πατήρ Pl.Smp.214b, 192a, ἴσθι ἀνδρῶν βέλτιστον ὄντα E.Ep.2.21, cf. X.Cyr.1.2.5
•esp. como fórmula de cortesía (a veces irón.) ὁ β. Πρόδικος el bueno de Pródico Pl.Smp.177b
•esp. en voc. buen amigo, buen ὦ βέλτιστε Eub.105, βέντισθ' οὗτος Theoc.l.c., ὦ βέλτιστε ἀνδρῶν Pl.Plt.263a, abs. ὦ βέλτιστε Ar.Pl.1172, cf. Antiph.282, Pl.R.337e, Grg.461e, ὦ ἄριστε καὶ βέλτιστε Pl.Lg.902a, Aesop.116.3, 154.3.
3 sólo subst., desde el punto de vista social οἱ βέλτιστοι los más distinguidos esp. los aristócratas en op. al δῆμος X.HG 5.2.6, cf. 4.4.1, Ath.1.5, Plb.22.4.3, οἱ βέλτιστοι τῶν πολιτῶν identificados con καλοὶ κἀγαθοί X.HG 2.3.19
•en la corte persa la élite que rodea al rey, X.Cyr.8.1.16.
II de cosas y abstr.
1 de máxima calidad, buenísimo τριήρεις Th.2.24, οἶνος SB 9860b.6, e.14 (III d.C.)
•de abstr. más excelente βίος X.Mem.3.2.3, ποιμενική Pl.R.345d, cf. 404b, λόγος Pl.Cri.46b, R.607a
•desde el punto de vista filosófico ψυχαί Pl.Grg.503a
•subst. τὸ β. el sumo bien Pl.Phd.99a, b, Epict.Ench.51.
2 desde el punto de vista político, moral o cívico τὸ β. lo mejor ὑπὲρ τὸ βέλτιστον A.A.378, χρῆσθαι τοῖσι βελτίστοις ἀεί E.IA 503, cf. Fr.1054, τὰ βέλτιστα βουλεύειν Th.4.68, λέγειν Th.3.43, οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου ... ἀναστρέφεσθαι IG 9(2).338.7, cf. PTeb.282.8 (ambos II a.C.), D.H.3.5, 26, κατὰ τὸ βέλτιστον Plb.24.10.4
•neutr. plu. como adv. βέλτιστα X.Oec.7.29, Vett.Val.230.9.
III adv. -ως del mejor modo, mejor εἰδέναι Plb.4.86.6, cf. Simp.in Cael.419.25.
Greek Monolingual
-η, -ον βέλτιστος, -η, -ον (AM)
(υπερθ. του αγαθός) άριστος, ικανότατος
αρχ.
1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε
αγαπητέ, φίλε μου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι
οι αριστοκρατικοί
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον
α) η αριστοκρατική τάξη
β) το απόλυτο αγαθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος.
Greek Monotonic
βέλτιστος: -η, -ον, Δωρ. βεντ-, υπερθ. του ἀγαθός, καλύτερος, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.· ὦ βέλτιστε ή βέλτιστε, ένας κοινός τρόπος προσφώνησης, καλέ μου φίλε, «αδελφέ», σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ βέλτιστον, το καλύτερο, ό,τι καλύτερο, σε Αισχύλ., Πλάτ.· οἱ βέλτιστοι ή τὸ βέλτιστον, αριστοκρατία, Λατ. optimates, σε Ξεν. (πρβλ. βέλτερος).
Russian (Dvoretsky)
βέλτιστος: дор. Theocr. βέντιστος 3 superl. к ἀγαθός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βέλτιστος -η -ον, Dor. βέντιστος, poët. ook βέλτατος [~ βέλτερος, βελτίων superl. bij ἀγαθός ; beste
1. van personen beste, geschiktste, (meest) juiste:; κρίνασα δ ’ ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα wanneer ik het beste deel van mijn burgers heb uitgekozen Aeschl. Eum. 487; met inf..; ἄρχειν ἄριστα βελτίστους het geschiktst om op de beste manier te regeren Thuc. 6.39.1; vaak in aanspreekvorm ; ὦ βέλτιστε (mijn) beste (man) Aristoph. Ve. 387; met gen. partit..; ὦ ξένων βέλτιστε allerbeste vreemdeling Aristoph. Ach. 948; subst. οἱ βέλτιστοι de voornaamsten, de aristocraten :. στασιασάντων... τῶν τε βελτίστων καὶ τοῦ δήμου omdat de aristocraten en het volk ruzie hadden gekregen Xen. Hell. 7.3.4.
2. van zaken beste:; τὴν δοκοῦσάν μοι βελτίστην γνώμην εἶναι wat mij de beste optie leek te zijn Thuc. 4.59.1; ook onpers. βέλτιστον (ἐστί) + inf. het is het beste om :. ἡσυχίαν... ἄγειν βέλτιστόν ἐστιν het is het beste om kalm te blijven Aristoph. Ran. 355.
Middle Liddell
[cf. βέλτερος.]
best, Ar., Plat., etc.:— ὦ βέλτιστε or βέλτιστε, a common mode of address, my good friend, Ar., etc.:— τὸ βέλτιστον the best, what is best, Aesch., Plat.:— οἱ βέλτιστοι or τὸ βέλτιστον the aristocracy, Lat. optimates, Xen.