πρηγορεών: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=-ῶνος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: | |etymtx=-ῶνος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[crop of a bird]] (Ar., H., Poll.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Prop. "place (bodypart) of collecting (of the bite)", "<b class="b3">ἔνθα προαθροίζεται ἡ τροφή</b>" (Poll.); formation in <b class="b3">-εών</b> like <b class="b3">ἀνθερεών</b>, <b class="b3">κενεών</b> and other des. of place and parts of the body (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) from <b class="b3">*προ-άγορος</b> (on the vowel of the compound Schwyzer 398 a. 402) or direct from <b class="b3">προ-αγείρειν</b>. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:55, 1 July 2020
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A crop of birds, Ar.Eq.374 (metaph. of Cleon), Av.1113 (πρηγορῶνα, -ῶνας cj. Bentley); from πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach, Hsch., Poll.2.204, EM688.33, Suid., Apollonius ap.Zonar.: written προηγορεών, EMl.c., cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 699] ῶνος, ὁ, = προηγορεών, Ar. Equ. 374 Av. 1113.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
jabot des oiseaux.
Étymologie: πρό, ἀγείρω.
Greek Monolingual
και πρηγορών και προηγορεών, -ῶνος, β, Α
1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα
2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός του Κλέωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ-ηγορεών, με έκθλιψη του -ο- ή κράση τών -οη-, πρβλ. προ-ηρόσιος > πρηρόσιος) είναι σύνθ. από την πρόθεση πρό και τη λ. ἀγορά (< ἀγείρω «συγκεντρώνω», με -η- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει επίθημα -εών / -ών, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν κυρίως τόπο, αλλά μερικές φορές και μέλη του σώματος (πρβλ. βουβ-ών, μυ-ών, ποδ-εών). Το εξόγκωμα αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι εκεί συγκεντρώνεται η τροφή πριν από την είσοδό της στο στομάχι].
Greek Monotonic
πρηγορεών: ή πρηγορών, -ῶνος, ὁ, ο πρόλοβος των πτηνών, σε Αριστοφ. (από τα πρὸκαι ἀγείρω, επειδή τα πτηνά συγκεντρώνουν εκεί την τροφή τους πριν αυτή περάσει στο δεύτερο στομάχι).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρηγορεών -ῶνος, ὁ [πρό, ~ ἀγείρω] krop (van vogels).
Russian (Dvoretsky)
πρηγορεών: стяж. πρηγορών, ῶνος ὁ зоб (у птиц) Arph.
Frisk Etymological English
-ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: crop of a bird (Ar., H., Poll.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "place (bodypart) of collecting (of the bite)", "ἔνθα προαθροίζεται ἡ τροφή" (Poll.); formation in -εών like ἀνθερεών, κενεών and other des. of place and parts of the body (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) from *προ-άγορος (on the vowel of the compound Schwyzer 398 a. 402) or direct from προ-αγείρειν.
Middle Liddell
πρηγορεών, ορ πρηγορών, ῶνος, ὁ,
the crop of birds, Ar. [From πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach.]
Frisk Etymology German
πρηγορεών: -ῶνος
{prēgoreṓn}
Grammar: m.
Meaning: Kropf der Vögel (Ar., H., Poll.).
Etymology : Eig. "Ort (Körperteil) des Vorversammelns (des Fraßes)", "ἔνθα προαθροίζεται ἡ τροφή" (Poll.); Bildung auf -εών wie ἀνθερεών, κενεών und andere Standort- und Körperteilbenennungen (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) von *προάγορος (zum Komp.vokal Schwyzer 398 u. 402) oder direkt von προαγείρειν.
Page 2,593