ἀναπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapetomai
|Transliteration C=anapetomai
|Beta Code=a)nape/tomai
|Beta Code=a)nape/tomai
|Definition=poet. ἀμπέταμαι <span class="title">IG</span>14.1934<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[f]], late ἀναπετάομαι v.l. in <span class="title">Gp.</span>2.5.12: fut. <b class="b3">-πτήσομαι</b>: aor. <b class="b3">ἀνεπτόμην</b> or <b class="b3">ἀνεπτάμην</b>, in Trag. also <b class="b3">ἀνέπτην</b>, 3pl. ἀνέπτησαν <span class="bibl">Ant.Lib.14.4</span>:—<b class="b2">fly up, fly away</b>, ἢν . . ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν <span class="bibl">Hdt.4.132</span>, cf. <span class="bibl">5.55</span>; οἰχήσονται ἀναπτόμενοι <span class="bibl">Antipho <span class="title">Fr.</span>58</span>; αἰθερία δ' ἀνέπτα <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>440</span>; <b class="b3">ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην</b> αἰθέρα <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>796</span>; ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον <span class="bibl">Anacr.24</span> = <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span> 1372</span>, cf. <span class="bibl">35</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>774</span>; εἰ . . πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>109e</span>; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>905a</span>, cf. <span class="bibl">Aeschin.3.209</span>; <b class="b2">hurry off</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>30</span>: metaph., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span> 1219</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">to be on the wing</b>, περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν <span class="bibl">S. <span class="title">Aj.</span>693</span>; ἀνέπταν φόβῳ <span class="bibl">Id.<span class="title">Ant.</span>1307</span>.—Cf. <b class="b3">ἀνίπταμαι</b>.</span>
|Definition=poet. ἀμπέταμαι <span class="title">IG</span>14.1934<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[f]], late ἀναπετάομαι v.l. in <span class="title">Gp.</span>2.5.12: fut. <b class="b3">-πτήσομαι</b>: aor. <b class="b3">ἀνεπτόμην</b> or <b class="b3">ἀνεπτάμην</b>, in Trag. also <b class="b3">ἀνέπτην</b>, 3pl. ἀνέπτησαν <span class="bibl">Ant.Lib.14.4</span>:—<b class="b2">fly up, fly away</b>, ἢν . . ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν <span class="bibl">Hdt.4.132</span>, cf. <span class="bibl">5.55</span>; οἰχήσονται ἀναπτόμενοι <span class="bibl">Antipho <span class="title">Fr.</span>58</span>; αἰθερία δ' ἀνέπτα <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>440</span>; <b class="b3">ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην</b> αἰθέρα <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>796</span>; ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον <span class="bibl">Anacr.24</span> = <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span> 1372</span>, cf. <span class="bibl">35</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>774</span>; εἰ . . πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>109e</span>; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>905a</span>, cf. <span class="bibl">Aeschin.3.209</span>; <b class="b2">hurry off</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>30</span>: metaph., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span> 1219</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., [[to be on the wing]], περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν <span class="bibl">S. <span class="title">Aj.</span>693</span>; ἀνέπταν φόβῳ <span class="bibl">Id.<span class="title">Ant.</span>1307</span>.—Cf. <b class="b3">ἀνίπταμαι</b>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:29, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπέτομαι Medium diacritics: ἀναπέτομαι Low diacritics: αναπέτομαι Capitals: ΑΝΑΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: anapétomai Transliteration B: anapetomai Transliteration C: anapetomai Beta Code: a)nape/tomai

English (LSJ)

poet. ἀμπέταμαι IG14.1934

   A f, late ἀναπετάομαι v.l. in Gp.2.5.12: fut. -πτήσομαι: aor. ἀνεπτόμην or ἀνεπτάμην, in Trag. also ἀνέπτην, 3pl. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.4:—fly up, fly away, ἢν . . ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 5.55; οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Antipho Fr.58; αἰθερία δ' ἀνέπτα E.Med.440; ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα Id.Ion796; ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.24 = Ar.Av. 1372, cf. 35, Lys.774; εἰ . . πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσῃ Id.Lg.905a, cf. Aeschin.3.209; hurry off, Luc.Alex.30: metaph., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται E.Andr. 1219.    2 metaph., to be on the wing, περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S. Aj.693; ἀνέπταν φόβῳ Id.Ant.1307.—Cf. ἀνίπταμαι.

German (Pape)

[Seite 201] = ἀνίπταμαι, auffliegen, Her. und Folgde; übertr., von heftigen Gemüthsbewegungen, ἀνεπτόμαν Soph. Ai. 678; ἀνέπταν φόβῳ Ant. 1292; ἀναπτῆσθε. conj. aor., Her. 4, 132; ἀναπτῶνται Ar. Lys. 774; εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσει (2. pers. fut.; ἀναπτήσομαι Aesch. 3, 209), Plat. Legg. X, 905 a, du wirst hinausfliegen; ἀναπτέσθαι Phaed. 109 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπέτομαι: ποιητ. ἀμπέταμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270: μέλλ. -πτήσομαι: ἀόρ. ἀνεπτόμην ἢ ἀνεπτάμην, παρὰ δὲ Τραγ. καὶ ἀνέπτην: (ἴδε πέτομαι, = ἀνίπταμαι, ἀφίπταμαι, ἢν ... ἀναπτῆσθε ἐς τὸν οὐρανὸν Ἡρόδ. 4. 132, πρβλ. 5. 55· οἰχήσονται ἀναπτόμενοι Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 397D· ἀμπτᾶσα δ’ ὡσεὶ κόνις Αἰσχύλ. Ἱκ. 782· αἰθερία δ’ ἀνέπτα Εὐρ. Μήδ. 440· ἀν. ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα ὁ αὐτ. Ἴων 796· ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1372, πρβλ. 35, Λυσ. 774· εἰ ... πτηνὸς γενόμενος ἀναπτοῖτο, Πλάτ. Φαίδων 109Ε· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναπτήσομαι ὁ αὐτ. Νόμ. 905Α, Αἰσχίν. 83 ἐν τέλ.: - μεταφ., ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα κεῖται Εὐρ. Ἀνδρ. 1219. 2) μεταφ. ὡσαύτως, εἶμαι ἕτοιμος νὰ πετάξω, περιχαρὴς δ’ ἀνεπτόμαν (Λαυρ. Χειρ. ἀνεπτάμαν) «πέταξα ἀπὸ τὴν χαράν μου», Σοφ. Αἴ. 693· ἀνέπταν φόβῳ, «ἐτρόμαξα», «πετάχθηκα ἀπὸ τὸν φόβον μου», ὁ αὐτ. Ἀντ. 1307· πρβλ. ἀναπτερόω Ι. 2, μετεωρίζω ΙΙ. - Ὁ τύπος ἀναπετάω εἶναι λίαν μεταγεν., «κωνώπια ἀναπετώμενα εἰς ὀρθὸν ἄνω» Γεωπ. ΙΙ. 5, 12, -«ἀναπτήτω, ἀναπετασθήτω» Ἡσύχ. - «ἀναπτομένας, ἀναπετασθείσας» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπτήσομαι, ao.2 ἀνεπτόμην;
s’envoler ; fig. s’élancer, bondir (de joie ou de peur).
Étymologie: ἀνά, πέτομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπ- E.Io 796

• Morfología: [fut. 1.a sg. ἀναπτήσομαι Aeschin.3.209, 2.a sg. ἀναπτήσῃ Pl.Lg.905a; aor. ind. 1.a sg. ἀνέπταν S.Ant.1307, 3.a sg. ἀνέπτα E.Med.440, 3.a plu. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.3, med. 1.a sg. ἀνεπτάμαν S.Ai.693, 1.a plu. ἀνεπτόμεθα Ar.Au.35, subj. 3.a plu. ἀνάπτωνται, opt. 1.a sg. ἀμπταίην E.Io 796, med. 3.a sg. ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e, inf. ἀναπτῆναι Alciphr.4.16.5, part. ἀμπτάμενα E.Andr.1219]
1 remontarse, alzar el vuelo ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 2.55, Antipho Fr.57, E.Hec.1100, ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα E.Io 796, cf. Med.440, Alciphr.4.16.5, πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e, cf. Lg.905a, Aeschin.3.209, ἢν ... ἀνάπτωνται πτερύγεσσιν ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες Ar.Lys.774, cf. Au.1373, εἰς τὸ πέλαγος Arist.HA 615b2, abs., Arist.HA 613b20
fig. del poeta ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.83.1.
2 fig. volar, correr mucho περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S.Ai.693, ἀνέπταν φόβῳ S.Ant.1307, ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα E.Andr.1219, cf. Luc.Alex.30, jugando con las dos acepciones ἐκ τῆς πατρίδος ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν Ar.Au.35.

Greek Monolingual

ἀναπέτομαι και ποιητ. ἀμπέταμαι και μτγν. ἀναπετῶμαι (Α)
1. πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας
2. φεύγω βιαστικά, εξαφανίζομαι
3. σκιρτώ από χαρά, τρόμο κ.λπ., και μτφ. είμαι έτοιμος να πετάξω.

Greek Monotonic

ἀναπέτομαι: ποιητ. ἀμπέταμαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἀν-επτόμην ή ἀν-επτάμην, επίσης στον Ενεργ. τύπο ἀν-έπτην·
1. πετώ, πετώ μακριά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μεταφ., είμαι έτοιμος να πετάξω, ἀνεπτάμαν, σε Σοφ.· ἀνέπταν φόβῳ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπέτομαι: поэт. ἀμπέτομαι (fut. ἀναπτήσομαι, aor. 2 ἀνεπτόμην)
1) взлетать, улетать (πρὸς Ὄλυμπον Arph.; εἰς τὸν οὐρανόν Plat., Aeschin.): αἰθερία ἀνέπτα Eur. она вознеслась в эфир;
2) подпрыгивать, трепетать: περιχαρὴς ἀνεπτάμᾱν (дор.) Soph. я трепещу от восторга; ἀνέπταν φόβῳ Soph. я охвачен страхом.

Middle Liddell


1. to fly up, fly away, Hdt., etc.
2. metaph. to be on the wing, ἀνεπτόμαν Soph.; ἀνέπταν φόβωι Soph.