ψῆττα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psitta | |Transliteration C=psitta | ||
|Beta Code=yh=tta | |Beta Code=yh=tta | ||
|Definition=ἡ, a kind of <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, a kind of <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[flat-fish]], prob. [[turbot]], [[Rhombus maximus]], <span class="bibl">Ar. <span class="title">Lys.</span>115</span>,<span class="bibl">131</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>191d</span>, <span class="bibl">Antiph.132.7</span> (anap.), <span class="bibl">Ath.7.329e</span>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Pisc.</span>49</span>, <span class="bibl">Alciphr.1.7</span>; <b class="b3">ψ. χονδροφυής</b> perh. [[a skate]], <span class="bibl">Matro <span class="title">Conv.</span> 27</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> a nickname for [[a glutton]], <span class="bibl">Pl.Com.106</span>. (The form ψῆσσα Alex. Trall.<span class="bibl">1.15</span>, al., Zonar.; ψησία (s. v. l.) Suid.) </span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ, a kind of
A flat-fish, prob. turbot, Rhombus maximus, Ar. Lys.115,131, Pl.Smp.191d, Antiph.132.7 (anap.), Ath.7.329e, Luc. Pisc.49, Alciphr.1.7; ψ. χονδροφυής perh. a skate, Matro Conv. 27. II a nickname for a glutton, Pl.Com.106. (The form ψῆσσα Alex. Trall.1.15, al., Zonar.; ψησία (s. v. l.) Suid.)
German (Pape)
[Seite 1397] ἡ, att. = ψῆσσα, Ar. Lys. 115. 131.
Greek (Liddell-Scott)
ψῆττα: ἡ, εἶδος ἰχθύος πλατέος, «γλῶσσα» ἢ ῥόμβος, Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. χονδροφυής, εἶδος αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 εἶναι -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ τύπος ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
plie ou barbue, sorte de poisson plat.
Étymologie: DELG ψήχω.
Greek Monolingual
η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι
αρχ.
(με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< ψήχ-jα), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. ψηχ- του ψήχω «τρίβω, ξυστρίζω», λόγω της τραχιάς υφής του δέρματος του ψαριού (πρβλ. γαλλ. limande «ψήττα» < λατ. lima «ρίνη»). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. psētta].
Greek Monotonic
ψῆττα: ἡ, είδος ψαριού που είναι πλατύ, όπως η γλώσσα ή ο ρόμβος, Λατ. rhombus, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ψῆττα: ἡ камбала Arph., Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψῆττα -ης, ἡ [~ ψήχω?] platvis, bot (vis).
Middle Liddell
ψῆττα, ἡ,
a flat-fish such as a plaice, sole, turbot, Lat. rhombus, Plat., etc.
Frisk Etymology German
ψῆττα: (att.),
{psē̃tta}
Forms: ψῆσσα (Alex. Trall.)
Grammar: f.
Meaning: N. eines Plattfisches, nähere Identifikation unsicher (’Scholle, Flunder’?), s. Thompson s.v.; übertr. Schlemmer (Pl. Kom.); Ψηττόποδες pl. N. eines mythischen Volkes (Luk.).
Derivative: Demin. ψηττάριον (Anaxandr.), ψησσίον (Zonar.).
Etymology : Kann für *ψηχι̯α stehen (vgl. θρίσσα von θρίξ u. a.), von ψήχω mit Beziehung auf die harte, rauhe Haut; vgl. ital. lima Feile (= lat.), auch Plattfisch (frz. limande), und Strömberg Fischn. 87 f. mit weiteren Beispielen.
Page 2,1136