ἔμπλεος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empleos | |Transliteration C=empleos | ||
|Beta Code=e)/mpleos | |Beta Code=e)/mpleos | ||
|Definition=α, ον, Att. ἐμπλέως, ων, Ep. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later ἐνίπλεος <span class="bibl">A.R.3.119</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>192</span>: heterocl. acc. <b class="b3">ἔμπλεα</b> (fem.) <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>164</span>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[quite full of]] a thing, γαστέρα . . ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος <span class="bibl">Od.18.118</span>; Φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην <span class="bibl">22.3</span>; σκύφος. . οἴνου ἐνίπλειον <span class="bibl">14.113</span>; δῶμα . . ἐνίπλειον βιότοιο <span class="bibl">19.580</span>; κύων . . ἐνίπλειος κυνοραιστέων <span class="bibl">17.300</span>; λέβητες κρεῶν . . ἔμπλεοι <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, cf. <span class="bibl">2.62</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.4.8</span>; γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>194e</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of persons, <b class="b3">δυσκολίας ἔ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>411c</span>; πάσης πονηρίας <span class="bibl">Plb.27.15.6</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> | |Definition=α, ον, Att. ἐμπλέως, ων, Ep. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later ἐνίπλεος <span class="bibl">A.R.3.119</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>192</span>: heterocl. acc. <b class="b3">ἔμπλεα</b> (fem.) <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>164</span>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[quite full of]] a thing, γαστέρα . . ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος <span class="bibl">Od.18.118</span>; Φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην <span class="bibl">22.3</span>; σκύφος. . οἴνου ἐνίπλειον <span class="bibl">14.113</span>; δῶμα . . ἐνίπλειον βιότοιο <span class="bibl">19.580</span>; κύων . . ἐνίπλειος κυνοραιστέων <span class="bibl">17.300</span>; λέβητες κρεῶν . . ἔμπλεοι <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, cf. <span class="bibl">2.62</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.4.8</span>; γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>194e</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of persons, <b class="b3">δυσκολίας ἔ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>411c</span>; πάσης πονηρίας <span class="bibl">Plb.27.15.6</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[in full measure]], [[complete]], ἔμπλεα καὶ ὁλόκληρα καὶ τέλεα προσάγοντες <span class="bibl">Ph.1.185</span>; f.l. for [[ἔμπεδος]] in <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>261</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 1 July 2020
English (LSJ)
α, ον, Att. ἐμπλέως, ων, Ep. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L.192: heterocl. acc. ἔμπλεα (fem.) Nic.Al.164:—
A quite full of a thing, γαστέρα . . ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Od.18.118; Φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην 22.3; σκύφος. . οἴνου ἐνίπλειον 14.113; δῶμα . . ἐνίπλειον βιότοιο 19.580; κύων . . ἐνίπλειος κυνοραιστέων 17.300; λέβητες κρεῶν . . ἔμπλεοι Hdt.1.59, cf. 2.62, Hp.Epid.6.4.8; γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Pl.Tht.194e. 2 of persons, δυσκολίας ἔ. Id.R.411c; πάσης πονηρίας Plb.27.15.6, etc. 3 in full measure, complete, ἔμπλεα καὶ ὁλόκληρα καὶ τέλεα προσάγοντες Ph.1.185; f.l. for ἔμπεδος in Orph.Fr.261.
German (Pape)
[Seite 814] α, ον, att. ἔμπλεως, ων, ep. ἔμπλειος u. ἐνίπλειος, angefüllt; τινός, womit; λέβητες κρεῶν καὶ ὕδατος Her. 1, 59; Plat. Phaed. 110 c u. A.; ὁ ὀφθαλμὸς ὄψεως ἔμπλεως ἐγένετο Plat. Theaet. 156 e; πεδίον δένδρων Xen. An. 1, 2, 22. – Im prägnanten Sinne Soph. Tr. 1016; σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι' ἐμοῦ σώζειν, wo der Schol. erkl. ὀξύτερόν σοι τὸ ὄμμα πρὸς τὸ σώζειν τὸν πατέρα μᾶλλον ἢ δι' ἐμοῦ, frisch u. voll.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλεος: α, ον: Ἀττ. -πλεως, ων: Ἐπ. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, -η, -ον, Ὀδ.: μεταγ. ἐνίπλεος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 119, Ὀρφ. Λιθ. 190· ἑτερόκλ. αἰτ. ἔμπλεα Νικ. Ἀλεξιφ. 164· ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, γαστέρα... ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Ὀδ. Σ. 118· φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην Χ. 3· σκύφος... οἴνου ἐνίπλειον Ξ. 113· δῶμα... ἐνίπλειον βιότοιο Τ. 580· κύων... ἐνίπλειος κυνοραιστέων Ρ. 300· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, λέβητες... κρεῶν ἔμπλεοι Ἡρόδ. 1. 59, πρβλ. 2. 62· γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Πλάτ. Θεαίτ. 194Ε. 2) ἐπὶ προσώπων, ἔμπλ. δυσκολίας ὁ αὐτ. Πολ. 411C· πονηρίας Πολύβ. 27. 13, 6, κτλ.: - τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 1019 χωρίον, σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν, φαίνεται ἐφθαρμένον, ὁ Jebb ἔχει: σοὶ γὰρ *ἑτοῖμα *ἐς πλέον ἢ δι’ ἐμοῦ σῴζειν· ὁ Campbell ὑποστηρίζει τὴν γραφὴν τῶν χειρογράφων.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plein de, rempli de, gén..
Étymologie: ἐν, πλέος.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἔμπλεος, -α, -ον
Α και ἔμπλεως, -ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, -η, -ον
1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα
αρχ.
φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» — παραφουσκωμένος από εγωισμό.
Greek Monotonic
ἔμπλεος: -α, -ον· Αττ. -πλεως, -ων, Επικ. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, -η, -ον, εντελώς γεμάτος από κάτι, ξέχειλος, υπερπλήρης, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπλεος: эп. ἔμπλειος и ἐνίπλειος 3, атт. ἔμπλεως 2, gen. ωνος
1) полный, наполненный, переполненный (κνίσης καὶ αἵματος Hom.; κρεῶν καὶ ὕδατος Her.; ἀέρος Plat.; κηρῶν Plut.): πεδίον δένδρων παντοδαπῶν ἔ. Xen. равнина, сплошь поросшая всевозможными деревьями;
2) преисполненный (δυσκολίας Plat.; πονηρίας Polyb.);
3) предполож. могущий, способный: σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι᾽ ἐμοῦ σῴζειν Soph. ведь твой глаз скорее сыщет средство спасения, чем мой.