ἀντίδοσις: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(CSV import) |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀντιδίδωμι]]<br /><b class="num">I.</b> a giving in [[return]], [[exchange]], Arist., Luc.<br /><b class="num">II.</b> at [[Athens]], a [[form]] by [[which]] a [[citizen]] charged with a [[λειτουργία]] or [[public]] [[charge]] [[might]] [[call]] [[upon]] any [[other]] [[citizen]] whom he [[thought]] richer [[than]] [[himself]] [[either]] to [[exchange]] properties, or to [[take]] the [[charge]] [[upon]] [[himself]], Xen., Dem., etc. | |mdlsjtxt=[[ἀντιδίδωμι]]<br /><b class="num">I.</b> a giving in [[return]], [[exchange]], Arist., Luc.<br /><b class="num">II.</b> at [[Athens]], a [[form]] by [[which]] a [[citizen]] charged with a [[λειτουργία]] or [[public]] [[charge]] [[might]] [[call]] [[upon]] any [[other]] [[citizen]] whom he [[thought]] richer [[than]] [[himself]] [[either]] to [[exchange]] properties, or to [[take]] the [[charge]] [[upon]] [[himself]], Xen., Dem., etc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[exchange of properly]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 4 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀντιδιδωμι)
A giving in return, exchange, Arist. EN1133a6, Call.Fr.221; φορτίων D.S.2.54; αἰχμαλώτων 12.63; καρπῶν D.Chr.38.22; κακῶν App.BC1.3; ἡ εἰς τὴν σιωπὴν ἀ. Ael.NA 5.9:—repayment, requital, ὕβρεως Orac. ap. Luc.Alex.50; ἀντίδοσίν τινος in return for .., IG3.172. II at Athens, a form by which a citizen charged with a λειτουργία or εἰσφορά might call upon any other citizen, whom he thought richer than himself, either to exchange properties, or to submit to the charge himself, Lys.3.20, etc., cf. Cratin. 14D.; καλεῖσθαί τινα εἰς ἀ. τριηραρχίας ἢ χορηγίας X.Oec.7.3; καταστὰς (sc. χορηγὸς) ἐξ ἀντιδόσεως D.21.156; ποιεῖσθαι ἀ. τινι Id.4.36; ἀ. ἐπ' ἐμὲ παρεσκεύασαν 28.17; cf. Isoc.15, D.42.
German (Pape)
[Seite 251] ἡ, das Dafürhingeben, der Austausch, φορτίων D. Sic. 2, 54; bes. in Athen das gerichtliche Anerbieten, sein Vermögen gegen das eines andern Bürgers zu vertauschen. »Dies Anerbieten that derjenige, welcher sich zu einer Liturgie, Leistung an den Staat, insofern ungerechter Weise aufgerufen glaubte, als ein Anderer, den sein größeres Vermögen eher dazu verpflichtete, übergangen worden. Letzterer mußte den Tausch eingehen oder die Leistung selbst übernehmen.« Hermann's Staatsalterthümer §. 182, der andere Schriften darüber citirt; Isocr. περὶ ἀντιδόσεως; vgl. Dem. Mid. 17; καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας, dazu vor Gericht laden, Xen. Oec. 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδοσις: ἡ, (ἀντιδίδωμι) τὸ διδόναι τι ἀντὶ τοῦ λαμβανομένου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5. 8, Καλλ. Ἀποστ. 221· φορτίων Διόδ. 2. 54· αἰχμαλώτων 12. 63· κακῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 3· ἡ εἰς τὴν σιωπὴν ἀντ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 9. - ἀνταπόδοσις, ὕβρεως Λουκ. Ἀλέξ. 50: - ἀντίδοσίν τινος, εἰς ἀνταπόδοσιν διὰ…, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 822. ΙΙ. διαδικασία τις παρὰ τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις, καθ’ ἣν πᾶς πολίτης, προσκαλούμενος εἰς λειτουργίαν τινὰ ἢ εἰσφορὰν δυσανάλογον πρὸς τὴν περιουσίαν αὑτοῦ, ἠδύνατο νὰ καλέσῃ πάντα ἄλλον πολίτην ὃν ἐνόμιζεν ἑαυτοῦ μὲν πλουσιώτερον οὐχὶ δὲ ἀναλόγως φορολογούμενον, νὰ ἀνταλλάξωσι τὰς ἑαυτῶν περιουσίας ἢ νὰ ὑποβληθῇ ἐκεῖνος εἰς τὸ βάρος τῆς εἰσφορᾶς ἢ λειτουργίας· ὁ τελευταῖος ὤφειλε κατὰ τὸν νόμον ἢ νὰ δεχθῇ τὴν ἀνταλλαγὴν τῆς περιουσίας ἢ νὰ ἀναλάβῃ τὴν λειτουργίαν, Λυσ. 98. 9 κλ.· οὐ γὰρ δὴ ὅταν γέ με εἰς ἀντίδοσιν καλῶνται τριηραρχίας ἢ χορηγίας Ξεν. Οἰκ. 7. 3· καταστὰς χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Δημ. 565. 8· ποιεῖσθαι ἀντ. τινι Δημ. 50. 20· ἀντίδοσιν ἐπ’ ἐμὲ παρεσκεύασαν 840. 27· πρβλ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδόσεως, Δημ πρὸς Φαίνιππ. Οὐολφ. Λεπτίν. σ. CXXIII, Βοικχ. ΙΙ. Οἰ. 2. 368, ἴδε προσέτι το ῥῆμα ἀντιδίδωμι ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de donner en retour, échange, particul. échange de fortune, lorsqu’un citoyen astreint à l’obligation de la triérarchie prétendait s’en décharger sur un autre plus riche et le forçait, en cas de refus, à l’échange de leur fortune.
Étymologie: ἀντιδίδωμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de dar a cambio, intercambio ποιεῖ δὲ τὴν ἀ. τὴν κατ' ἀναλογίαν ἡ κατὰ διάμετρον σύζευξις Arist.EN 1133a6, φορτίων D.S.2.54, αἰχμαλώτων D.S.12.63, καρπῶν D.Chr.38.22, κακῶν App.BC 1.3, καὶ τίς ἡ αἰτία τῆς τοιαύτης ἀντιδόσεως ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα Ael.NA 5.9, cf. Call.Fr.593, Luc.Am.27, D.C.57.15, 47.6.2, Origenes Io.32.22
•castigo, expiación ἀ. ... ὕβρεως Orác. en Luc.Alex.50, cf. Clem.Al.Prot.2.26.3, IG 22.4841.3 (IV d.C.)
•recompensa τοῖς ... μεγαλοψύχοις Gr.Naz.M.36.373C, cf. Gr.Nyss.Or.Catech.164.7.
2 en Atenas antídosis práctica legal por la cual un ciudadano encargado de una liturgia podía pasarla a otro más rico obligándole, en el caso de que se negara, al intercambio de fortunas ὅταν γέ με εἰς ἀ. καλῶνται τριηραρχίας ἢ χορηγίας X.Oec.7.3, τούτοις ἀντιδόσεις ποιούμεθα D.4.36, ἀντίδοσιν ἐπ' ἐμὲ παρεσκεύασαν D.28.17, περὶ τριηραρχίας εἰς ἀ. Plu.2.839c, cf. Cratin.264E, Lys.3.20, Isoc.8.128, 15.8, D.21.156, como tít. de un discurso de Isoc., Arist.Rh.1418b27, Plu.2.957a.
Greek Monolingual
ἀντίδοσις, ἡ (AM)
ανταπόδοση
μσν.
τιμωρία
αρχ.
ένσταση Αθηναίου πολίτη, στον οποίο είχε επιβληθεί πολυδάπανη λειτουργία, με την οποία ζητούσε να ανταλλάξει την περιουσία του με άλλον, πλουσιότερο.
Greek Monotonic
ἀντίδοσις: -εως, ἡ (ἀντιδίδωμι),
I. προσφορά σε αντάλλαγμα, σε ανταπόδοση, σε Αριστ., Λουκ.
II. στην Αθήνα, διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, κατά την οποία κάποιος πολίτης στον οποίο είχε ανατεθεί μια λειτουργία ή εισφορά που θεωρούσε δυσανάλογη ως προς την περιουσία του, μπορούσε να προτείνει σε κάποιον άλλο πολίτη, τον οποίο θεωρούσε πλουσιότερο από εκείνον και μη υποκείμενο στην ίδια φορολογία, να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους ή να αναλάβει εκείνος το βάρος της εισφοράς, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδοσις: εως ἡ
1) воздаяние, возмещение, отплата (ὕβρεως Luc.);
2) обмен (αἰχμαλώτων Diod.): αἱ τῶν φορτίων ἀντιδόσεις Diod. товарообмен; ἀ. κατ᾽ ἀναλογίαν Arst. пропорциональный обмен;
3) антидоза, обмен имуществом (афинск. гражданин, считавший, что возложенная на него обществ. обязанность сопряжена с непосильными для него расходами, мог предложить своему более богатому согражданину на выбор: или принять эту обязанность на себя, или поменяться имуществом) Lys., Isocr., Dem., Arst., Plut.: καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας Xen. вызывать кого-л. в суд по поводу принятия на себя (вместо другого) триерархии; καταστῆναι χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Dem. принять на себя обязанности хорега в порядке антидозы.
Middle Liddell
ἀντιδίδωμι
I. a giving in return, exchange, Arist., Luc.
II. at Athens, a form by which a citizen charged with a λειτουργία or public charge might call upon any other citizen whom he thought richer than himself either to exchange properties, or to take the charge upon himself, Xen., Dem., etc.