Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βωμολοχία: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βωμολοχία''': ἡ, ἐπαιτεία, [[Πολυδ]]. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς [[κολακεία]], [[ἄγροικος]] [[ἀστειότης]], [[φλυαρία]], ἀπρεπὴς καὶ [[ἀνόητος]] [[ὁμιλία]], Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. [[βωμολόχος]].
|lstext='''βωμολοχία''': ἡ, ἐπαιτεία, Πολυδ. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς [[κολακεία]], [[ἄγροικος]] [[ἀστειότης]], [[φλυαρία]], ἀπρεπὴς καὶ [[ἀνόητος]] [[ὁμιλία]], Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. [[βωμολόχος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχία Medium diacritics: βωμολοχία Low diacritics: βωμολοχία Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΙΑ
Transliteration A: bōmolochía Transliteration B: bōmolochia Transliteration C: vomolochia Beta Code: bwmoloxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mendicancy, Poll. 3.111.    2 coarse jesting, buffoonery, ribaldry. Pl.R.606c, Arist. EN1108a24, Plu.Lyc.12, etc.

German (Pape)

[Seite 469] ἡ, Bettelei, Poll. 3, 111; Possenreißerei, Speichelleckerei, Plat. Rep. X, 606 c; εἰρωνεία entgegengesetzt Arist. Rhet. 3, 18; Plut. Lyc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχία: ἡ, ἐπαιτεία, Πολυδ. Γ΄, 111. 2) χαμερπὴς κολακεία, ἄγροικος ἀστειότης, φλυαρία, ἀπρεπὴς καὶ ἀνόητος ὁμιλία, Πλάτ. Πολ. 606C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13, κτλ.· πρβλ. βωμολόχος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
moquerie bouffonne, mauvaise plaisanterie.
Étymologie: βωμολόχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 bufonería, burla, δόξα βωμολοχίας Pl.R.606c, ἐν παιδιᾷ ... ἡ δὲ ὑπερβολὴ β. en el juego el exceso es bufonería Arist.EN 1108a24, cf. Rh.1419b8, Theopomp.Hist.81, σκώπτειν ἄνευ βωμολοχίας Plu.Lyc.12, 2.707f, Demetr.11, Phld.Hom.20.11, I.Ap.2.3, θόρυβος καὶ β. D.Chr.32.4, cf. 33.10, λοιδορία καὶ β. τῆς πρὸς τοὺς ἰατροὺς Gal.Subf.Emp.11, κωμικὴ β. Eun.VS 496.
2 mendicidad Poll.3.111.

Greek Monolingual

η (Α βωμολοχία) βωμόλόχος
1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία
2. χυδαία βρισιά
αρχ.
το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας.

Greek Monotonic

βωμολοχία: ἡ, χαμερπής κολακεία, απρεπής αστεϊσμός, πρόστυχη ομιλία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βωμολοχία: ἡ скоморошество, шутовство, кривляние Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

[from βωμολόχος
buffoonery, ribaldry, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολοχία -ας, ἡ βωμολόχος lolbroekerij.