ὑποτακτικός: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotaktikos | |Transliteration C=ypotaktikos | ||
|Beta Code=u(potaktiko/s | |Beta Code=u(potaktiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[post-positive]], [[necessarily placed after]] something with which it is combined, e.g. μοι, opp. | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[post-positive]], [[necessarily placed after]] something with which it is combined, e.g. μοι, opp. [[ὑποτασσόμενος]] (capable of being placed after, e. g. [[ἐμοί]]), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>35.22</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Adv.</span> 126.21</span>; <b class="b3">ὑ. συλλαβαί</b>, e.g. γμ, κμ, χμ, <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>7.9</span>, cf. <span class="bibl">58.3</span>; <b class="b3">ὑ. φωνῆεν</b> a vowel [[which must come second]] in a diphthong, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>203.47</span>, al.; [[στοιχεῖα]] (i.e. ι and υ) <span class="bibl">D.T.631.8</span>; <b class="b3">οὐχ ὑ. τῷ ν τὸ π, π</b> cannot follow ν, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b>, opp. [[προτακτικῶς]], <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>227.15</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">ὑ. ἄρθρον</b>, i.e. <b class="b3">ὅς, ἥ, ὅ</b>, <span class="bibl">D.T.640.6</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span> 110.14</span>, Greg.Cor.<span class="bibl">p.385</span> S.; τὸ ὅς ὑποτακτικόν <span class="bibl">Ath.11.493b</span>; ὑ. σύνταξις τῶν ἄρθρων <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>87.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of Verbs, <b class="b3">ὑ. ἔγκλισις</b> [[subjunctive]] mood, <span class="bibl">D.T.638.8</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>246.15</span>, al.; <b class="b3">τὰ καλούμενα ὑ. ῥήματα</b> verbs [[in the subjunctive]], ib.<span class="bibl">265.25</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Conj.</span>243.13</span>, <span class="bibl">244.18</span>, al.; <b class="b3">ἐὰν τοῦτο -κὸν ᾖ</b> if this is [[subjunctive]], Phryn.337; <b class="b3">ὑ. σύνδεσμος</b> conjunction [[requiring the subjunctive]], Thom.Mag.p.132 R. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> <b class="b3">-τακτικόν, τό,</b> a charm [[for bringing]] people <b class="b2">into subjection, PMag. Lond</b>.121.940; <b class="b3">ὑ. Ἀπόλλωνος</b> ib.124.36. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> <b class="b3">ὑποτακτικὰ ζῴδια</b> the [[feminine]] [[ζῴδια]], i.e. even numbers beginning with Taurus, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>1.165, 5(1).187. </span><span class="sense"> <span class="bld">6</span> [[submissive]], [[obedient]], τέκνα <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>97v</span> <span class="title">D</span>37 (vi A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:00, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A post-positive, necessarily placed after something with which it is combined, e.g. μοι, opp. ὑποτασσόμενος (capable of being placed after, e. g. ἐμοί), A.D.Pron.35.22, cf. Adv. 126.21; ὑ. συλλαβαί, e.g. γμ, κμ, χμ, Id.Synt.7.9, cf. 58.3; ὑ. φωνῆεν a vowel which must come second in a diphthong, EM203.47, al.; στοιχεῖα (i.e. ι and υ) D.T.631.8; οὐχ ὑ. τῷ ν τὸ π, π cannot follow ν, D.H.Comp.22. Adv. -κῶς, opp. προτακτικῶς, A.D. Synt.227.15. 2 ὑ. ἄρθρον, i.e. ὅς, ἥ, ὅ, D.T.640.6, A.D.Pron. 110.14, Greg.Cor.p.385 S.; τὸ ὅς ὑποτακτικόν Ath.11.493b; ὑ. σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.87.2. 3 of Verbs, ὑ. ἔγκλισις subjunctive mood, D.T.638.8, A.D.Synt.246.15, al.; τὰ καλούμενα ὑ. ῥήματα verbs in the subjunctive, ib.265.25, cf. Conj.243.13, 244.18, al.; ἐὰν τοῦτο -κὸν ᾖ if this is subjunctive, Phryn.337; ὑ. σύνδεσμος conjunction requiring the subjunctive, Thom.Mag.p.132 R. 4 -τακτικόν, τό, a charm for bringing people into subjection, PMag. Lond.121.940; ὑ. Ἀπόλλωνος ib.124.36. 5 ὑποτακτικὰ ζῴδια the feminine ζῴδια, i.e. even numbers beginning with Taurus, Cat.Cod.Astr.1.165, 5(1).187. 6 submissive, obedient, τέκνα PMasp.97v D37 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτακτικός: -ή, -όν, δευτερεύων, ὑποτεταγμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προτακτικός, Εὐστ. Πονημάτ. 95. 90., 221, 24. ΙΙ. ἐπιτασσόμενος, κατόπιν τιθέμενος, ὑπ. φωνῆεν, τ. δεύτερον φωνῆεν διφθόγγου, Ἐτυμ. Μέγ. 203. 47, κ. ἀλλ. 2) ὑπ. ἄρθρον, articulus postpositivus, δηλ. ἡ ἀντων. ὅς, ἥ, ὅ, Γρηγ. Κορίνθου 385. 3) ἐπὶ ῥημάτων, ὑπ. ἔγκλισις, ὑπ. ῥῆμα ἢ ὁ ὑποτακτικός, modus subjunctivus, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 261, κ. ἀλλ.· - ὑπ. σύνδεσμος, ὁ συναπτόμενος ὑποτακτικῇ Θωμ. Μ. - Ἐπίρρ. -κῶς, καθ’ ὑποτακτικήν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 226. 4) ἀναφορικός, ἐπὶ ἀντωνυμίας, «τὸ ὃς ἀντὶ προτακτικοῦ τοῦ ὁ Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι· τοὔμπαλιν δὲ ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ό» Ἀθήν. 493Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. subordonné :
1 en gén.
2 particul. soumis, dépendant;
II. qui concerne la subordination ; ἡ ὑποτακτική (ἔγκλισις) le subjonctif ; τὸ ὑποτακτικὸν ἄρθρον litt. l’article postposé, ou subordonné, càd le pronom relatif ὅς, ἥ, ὅ.
Étymologie: ὑποτάσσω.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποτακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, -ή, -ό, Ν
ὑποτάσσω
το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική
γραμμ. η έγκλιση του ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο υποτακτικός
ο υπηρέτης («έτσι μιλούσε μόνο στους υπηρέτες, τους υποταχτικούς», Κ. Χατζόπ.)
2. φρ. α) «υποτακτικός λόγος»
γραμμ. η υπόταξη, η διεργασία και το αποτέλεσμα της σύνδεσης γλωσσικών μονάδων-τμημάτων του λόγου έτσι ώστε να αποκτούν διαφορετική συντακτική λειτουργία με την εξάρτηση του ενός από το άλλο
β) «υποτακτικός σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συνδέει μια δευτερεύουσα πρόταση με άλλη
γ) «υποτακτική σύνδεση»
γραμμ. σύνδεση με την οποία υποτάσσεται, εξαρτάται μια δευτερεύουσα πρόταση σε μια άλλη
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. εκκλ. λαϊκός ή δόκιμος μοναχός που δέχεται εντολές από μοναχό ή κληρικό σε μοναστήρι
μσν.
1. ευπειθής, υπάκουος·2. φρ. α) «ὑποτακτικὸς σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συντάσσεται με υποτακτική (Θωμ. Μ.)
β) «ὑποτακτικὸν ἄρθρον»
γραμμ. η αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὅ (Γρηγ. Κορ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που παίρνει εντολές από άλλον
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που τοποθετείται οπωσδήποτε μετά από άλλη λέξη, λ.χ. ο τύπος μοι, σε αντιδιαστολή προς τον τύπο έμοί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποτακτικόν
γοητεία, γήτεμα που φέρνει ανθρώπους σε υποταγή
3. φρ. α) «ὑποτακτικαὶ συλλαβαί»
γραμμ. τα συμπλέγματα γμ, κμ, χμ (Απολλ. Δύσκ.)
β) «ὑποτακτικὰ στοιχεῑα»
γραμμ. τα φωνήεντα ι και υ (Διον. Θρ.)
γ) «ὑποτακτικὰ ῥήματα»
γραμμ. ρηματικοί τύποι στην υποτακτική (Απολλ. Δύσκ.)
δ) «ὑποτακτικὸν φωνῆεν»
γραμμ. το δεύτερο φωνήεν μιας διφθόγγου (Μέγα Ετυμολογικόν).
επίρρ...
ὑποτακτικῶς ΜΑ
γραμμ. με εκφορά στην υποτακτική («οὐκ εἶπεν ὄψομαι ὁριστικῶς, ἀλλ' ἐσίδω ὑποτακτικῶς», Σχόλ. Ευρ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑποτακτικός: II ὁ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив.
грам.
1) подчиненный: ὑποτακτικὸν ἄρθρον подчиненный член, т. е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν); ὑποτακτικὸν φωνῆεν неслоговой (второй) гласный дифтонга;
2) подчиняющий (σύνδεσμος);
3) сослагательный: ὑποτακτικὴ ἔγκλισις или ὑποτακτικὸν ῥῇμα сослагательное наклонение.