κῶμα: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koma | |Transliteration C=koma | ||
|Beta Code=kw=ma | |Beta Code=kw=ma | ||
|Definition=ατος, τό, (perh. cogn. with <b class="b3">κεῖμαι, κοιμάω</b>) <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, (perh. cogn. with <b class="b3">κεῖμαι, κοιμάω</b>) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[deep sleep]], αὐτῷ… μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα <span class="bibl">Il.14.359</span>; ἦ με… μαλακὸν περὶ κῶμ' ἐκάλυψεν <span class="bibl">Od.18.201</span>; κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>798</span>; αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κ. κατάρρει Sapph.4; ὕπνου κ. <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span>3.6</span>: metaph., of the effect of music, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.12</span>.—Not in Trag. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Medic., [[lethargic state]], [[coma]], κῶμα συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>3.6</span>, cf. Gal. 7.643, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>458</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:25, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (perh. cogn. with κεῖμαι, κοιμάω) A deep sleep, αὐτῷ… μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα Il.14.359; ἦ με… μαλακὸν περὶ κῶμ' ἐκάλυψεν Od.18.201; κακὸν δέ ἑ κῶμα καλύπτει Hes.Th.798; αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κ. κατάρρει Sapph.4; ὕπνου κ. Theoc.Ep.3.6: metaph., of the effect of music, Pi.P.1.12.—Not in Trag. 2 Medic., lethargic state, coma, κῶμα συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες Hp.Epid.3.6, cf. Gal. 7.643, Sch.Nic.Al.458.
German (Pape)
[Seite 1543] τό (vgl. κοιμαω), tiefer, fester Schlaf; μαλακόν Il. 14, 359 Od. 18, 201; κακόν Hes. Th. 798; ἀβληχρόν Ap. Rh. 2, 205; ὀλοόν Nic. Al. 458; auch a. Sp.; krankhafte Neigung zum Schlaf, Schlafsucht, das Zufallen der Augen beim Kranken ohne wirklichen Schlaf, Medic. – Pind. P. 1, 12 verbindet ἰαίνει καρδίαν κώματι, was ein Schol. durch θέλγμα übersetzt; Andere erkl. es = κῶμος; am besten ist an sanften Schlaf zu denken.
Greek (Liddell-Scott)
κῶμα: τό, (κεῖμαι, κοιμάω) βαθὺς ὕπνος, λήθαργος, Λατ. sopor, αὐτῷ… μαλακὸν περὶ κῶμα καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… μαλακὸν περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ φύλλον κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ κατάστασις, συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. κάρος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sommeil profond.
Étymologie: κοιμάω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
1 repose καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.12)
Greek Monolingual
το (Α κῶμα)
λήθαργος, βαρύς ύπνος (ἦ με μαλακὸν περὶ κώμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
παθολογική κατάσταση βαθύτατης αναστολής της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ή μερική απώλεια της συνείδησης, της εκούσιας κινητικότητας και της ενσυνείδητης αισθητικότητας με διατήρηση όμως τών θεμελιωδών νευροφυτικών λειτουργιών, της κυκλοφορίας και της αναπνοής
αρχ.
νοσηρή τάση για ύπνο, ληθαργική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. kōi-mņ, συνδεόμενη με το κεῖμαι (πρβλ. και κοιμάμαι). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το κάμνω, άποψη όμως όχι πιθανή. Τη λ. ως ιατρικό όρο δανείστηκαν νωρίς διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. και γαλλ. coma].
Greek Monotonic
κῶμα: -ατος, τό (κεῖμαι), βαθύς ύπνος, λήθαργο, ύπνος γαλήνιος, Λατ. sopor, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κῶμα: ατος τό (тж. ὕπνου κ. Theocr.) сон, дремота Hom., Hes., Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῶμα -ατος, τό poët. diepe slaap, trance, spec. door betovering:. αἰθυσσομένων δὲ φύλλων κῶμα κατέρρει uit de ritselende bladeren daalt diepe slaap neer Sapph. 2.8. geneesk. bewusteloosheid, coma.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: deep, fest sleep (Il.), lethargy, coma (medic.).
Derivatives: κωματώδης lethargic, κωμαίνω, κωματίζομαι lie in coma, κωμόομαι fall in coma (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. By Brugmann Griech. Gramm.3 272 (4 317) connected with κεῖμαι (as *kō[[[i]]]-mn̥; against this WP. 1,387); not with Persson Beitr. 2, 676 to κάμνω. Cf. Porzig Satzinhalte 281.
Middle Liddell
κῶμα, ατος, τό, κεῖμαι
deep sleep, slumber, Lat. sopor, Hom., Hes.
Frisk Etymology German
κῶμα: {kō̃ma}
Grammar: n.
Meaning: tiefer, fester Schlaf (ep. poet. seit Il.), Lethargie, Koma (Mediz.)
Derivative: mit κωματώδης lethargisch, κωμαίνω, κωματίζομαι in Koma liegen, κωμόομαι in Koma fallen (Mediz.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Von Brugmann Griech. Gramm. 3 272 (4 317) zu κεῖμαι mit Dehnstufe (idg. *kō[i]-mn̥) gestellt (dagegen WP. 1,387); Persson Beitr. 2, 676 zieht Verbindung mit κάμνω vor. Vgl. Porzig Satzinhalte 281.
Page 2,61