πύνδαξ: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyndaks
|Transliteration C=pyndaks
|Beta Code=pu/ndac
|Beta Code=pu/ndac
|Definition=ᾰκος, ὁ, (cf. [[πυθμήν]]) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bottom]] of a jar, cup, or other vessel, <b class="b3">τὸν πύνδακα εἰσκρούειν</b> knock in the [[bottom]] so as to make the cup hold less, a trick of wine-sellers, <span class="bibl">Pherecr.105</span>; <b class="b3">μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν</b> prob. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>30.11</span> (<b class="b3">ἐκκεκρ-</b> codd., and so ἐκκρουσαμένους τοὺς π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>270</span> codd. Poll.), cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a13</span>; [[bottom]] of a ship, <span class="title">Mim.Oxy.</span>413.103. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[λαβή]], [[sword-hilt]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 311</span>.</span>
|Definition=ᾰκος, ὁ, (cf. [[πυθμήν]]) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bottom]] of a jar, cup, or other vessel, <b class="b3">τὸν πύνδακα εἰσκρούειν</b> knock in the [[bottom]] so as to make the cup hold less, a trick of wine-sellers, <span class="bibl">Pherecr.105</span>; <b class="b3">μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν</b> prob. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>30.11</span> (<b class="b3">ἐκκεκρ-</b> codd., and so ἐκκρουσαμένους τοὺς π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>270</span> codd. Poll.), cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>938a13</span>; [[bottom]] of a ship, <span class="title">Mim.Oxy.</span>413.103. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[λαβή]], [[sword-hilt]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 311</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:50, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύνδαξ Medium diacritics: πύνδαξ Low diacritics: πύνδαξ Capitals: ΠΥΝΔΑΞ
Transliteration A: pýndax Transliteration B: pyndax Transliteration C: pyndaks Beta Code: pu/ndac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, (cf. πυθμήν)    A bottom of a jar, cup, or other vessel, τὸν πύνδακα εἰσκρούειν knock in the bottom so as to make the cup hold less, a trick of wine-sellers, Pherecr.105; μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν prob. in Thphr.Char.30.11 (ἐκκεκρ- codd., and so ἐκκρουσαμένους τοὺς π. Ar.Fr.270 codd. Poll.), cf. Arist.Pr.938a13; bottom of a ship, Mim.Oxy.413.103.    II = λαβή, sword-hilt, S.Fr. 311.

German (Pape)

[Seite 818] ακος, ὁ, der Grund od. Boden eines Gefäßes; Ar. u. Phereer. bei Poll. 10, 79; Theophr. char. 30; auch Griff des Schwertes, Soph. frg. 291.

Greek (Liddell-Scott)

πύνδαξ: -ᾰκος, ὁ (πρβλ. πυθμὴν) ὁ πυθμὴν ἀγγείου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263˙ τὸν πύνδακα εἰσκρούω, κρούω πρὸς τὰ ἐντὸς τὸν πυθμένα μεταλλίνου ἀγγείου οὕτως ὥστε νὰ καταστήσω τὴν χωρητικότητα αὐτοῦ μικροτέραν, τέχνασμα τοῦτο τῶν οἰνοπωλῶν, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 7, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 30˙ ἐκκρουσάμενος π. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263. 2) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, καλεῖται οὕτω τὸ ἐπικάλυμμα ἀμφορέως, ἀντίθετ. τῷ πυθμήν. ΙΙ. Λέγεται ὅτι ὁ Σοφ. ἐχρήσατο τῇ λέξει ἐπὶ τῆς σημασίας λαβῆς ξίφους, Ἀποσπ. 291· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπυνδάκωτος, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
fond d’un vase.
Étymologie: cf. πυθμήν, lat. fundus.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος
2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου
3. επικάλυμμα αμφορέα
4. λαβή ξίφους
5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα»
(για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω έτσι τη χωρητικότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πύνδαξ, με επίθημα -ακ-ς (πρβλ. κάμ-αξ, πίν-αξ), ανάγεται στην ίδια ΙΕ ρίζα bhudh- «έδαφος, πάτωμα» στην οποία ανάγεται και η συνώνυμη της πυθμήν. Ο τ. πύ-ν-δ-αξ έχει σχηματιστεί με μετάθεση του έρρινου επιθήματος της ρίζας μέσα στο θέμα της λ. (bhudh-n- > bund(h)-), πρβλ. και λατ. fundus «θεμέλιο», πρακριτ. bhundha- «πάτος ποτηριού». Η παρουσία μέσου ηχηρού συμφώνου -δ- στο θέμα της λ. αντί του ηχηρού δασέως -dh της ρίζας αποδίδεται στο έρρινο σύμφωνο που προηγείται (πρβλ. θάμβος, θρόμβος), ενώ η εμφάνιση ψιλού αρκτικού συμφώνου π- αντί του αναμενόμενου δασέως φ- (πρβλ. και -τέμ-βω) οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του συνωνύμου πυθμήν. Κατ' άλλους η λ. πύνδαξ είναι δάνειο από την Γερμανική μέσω της μακεδονικής διαλέκτου, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για λ. μακεδονικής προέλευσης (πρβλ. το μακεδονικό τοπωνύμιο Πύδνα). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, πρόκειται για πελασγικό δάνειο (βλ. και λ. πυθμένας)].

Greek Monotonic

πύνδαξ: -ᾰκος, ὁ (πρβλ. πυθμήν), πάτος αγγείου, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πύνδαξ: ᾰκος ὁ
1) дно (сосуда) Arph.;
2) крышка (ἀμφορέως Arst.);
3) рукоять (меча) Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύνδαξ -ακος, ὁ [~ πυθμήν?] bodem.

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: bottom of a vessel (Pherecr., Arist. a.o.), metaph. = hilt of a sword (S. Fr. 311).
Other forms: ἀπυνδάκωτος ἀπύθμενος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κάμαξ, πίναξ, στύραξ etc. etc.; further reminding of Lat. fundus with the same meaning and so close to πυθμήν (s.v.). Inlaut. -νδ- for -νθ- cannot be explained as -μβ- in ὄμβρος (Schwyzer 333; see s.v.); on π- for φ- "sind mehrere Auswege versucht": reshaping after πυθμήν (Curtius a. o.); Germ.-Maced. LW [loanword] (Kretschmer Glotta 22, 115ff.; cf. on πύργος); Maced. LW [loanword] (Pisani Rev. int. ét. balk. 3,18ff.); all unconvincing. Further on πύνδαξ a. cogn. Mayer Glotta 32, 73f. (here with Porzig WuS 15, 129, Kretschmer a.o. also the Pl N Πύδνα, but this is no doubt Pre-Greek). -- The suffix -ακ- is typical for Pre-Greek; of course, the suffix may have been taken from the Pre-Greekwords, but this seems very rare. Furnée does not discuss it. Was the IE form adopted in Pre-Greek? In that case the -νδ- and the π- would be no problem.

Middle Liddell

πύνδαξ, ακος, [cf. πυθμήν
the bottom of a vessel, Theophr.

Frisk Etymology German

πύνδαξ: -ακος
{púndaks}
Grammar: m.
Meaning: Boden eines Gefäßes (Pherekr., Arist. u.a.), übertr. = Knauf des Schwertes (S. Fr. 311).
Etymology : Bildung wie κάμαξ, πίναξ, στύραξ usw. usw.; sonst an das gleichbedeutende lat. fundus erinnernd und sich damit auch an πυθμήν (s.d.) anschließend. Inlaut. -νδ- für -νθ- läßt sich wie -μβ- in ὄμβρος u.a. (Schwyzer 333) erklären; zu π- für φ- sind mehrere Auswege versucht: Umbildung nach πυθμήν (Curtius u. a.); germ.-maked. LW (Kretschmer Glotta 22, 115ff.; vgl. zu πύργος); maked. LW (Pisani Rev. int. ét. balk. 3,18ff.); pelasgisch (Carnoy Ant. class. 24, 22). Weiteres zu πύνδαξ u. Verw. Mayer Glotta 32, 73f. (hierher mit Porzig WuS 15, 129, Kretschmer a. O. auch der O N Πύδνα).
Page 2,624-625