ἱκετεύω: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iketeyo | |Transliteration C=iketeyo | ||
|Beta Code=i(keteu/w | |Beta Code=i(keteu/w | ||
|Definition=fut. <span class="sense" | |Definition=fut. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> -σω <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>462</span> (cj. Markl.), <span class="bibl">Isoc.7.69</span>: aor. 1 [[ἱκέτευσα]]: used by Hom. only in impf. and aor. with ῐ metri gr., but in Trag. ῑ from the augm.:—Med. and Pass. (v. infr.):—[[approach as a suppliant]], ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα <span class="bibl">Od.15.277</span>, al.; ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε <span class="bibl">Il.16.574</span>; <b class="b3">ἐς Θήβας ἱ</b>. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>13</span>; <b class="b3">ἱ. σε τῶνδε γουνάτων, πρὸς γονάτων σε</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>752</span>, <span class="bibl"><span class="title">Med.</span>854</span> (lyr.): abs., <span class="bibl">Hdt.3.48</span>, <span class="bibl">Isoc.7.69</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span> 63</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[supplicate]], [[beseech]], c. acc. pers. et inf., ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι <span class="bibl">Od.11.530</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.1.11</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1414</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span> 468</span> (lyr.); δέομαι ὑμῶν καὶ ἱ. καὶ ἀντιβολῶ . . βοηθῆσαι <span class="bibl">D.27.68</span>; δεόμενον καὶ ἱκετεύοντα σοφίας μεταδιδόναι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>282b</span>; <b class="b3">ἱ. τὸν θεόν, ἵνα . .</b> Aristeas <span class="bibl">233</span>; ἱκετεύεις ἵνα ἀφεθῇς <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.24.76</span>; ἱ. ὡς . . <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>1</span>: c. gen. pers. et inf., [[beg of]] one that... <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span> 1242</span>: c. dat., interpol. in <span class="bibl">Is.2.8</span>:—Pass., τοῦ θεοῦ ἱκετευθέντος ὑπὸ σοῦ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>6.2.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> c. acc. rei, ὑπὲρ οἴκου . . ἱ. τάδε <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>673</span>; ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν <span class="bibl">Th.2.47</span>; περὶ ὧν ἔδοξεν ἔννομα ἱκετεύειν ἐν τῇ βουλῇ <span class="title">IG</span>22.218.8, cf. 337.34:—Pass., <b class="b3">τὰ -όμενα</b> Aristeas 192. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> in Trag., freq. parenthetic, [[ἱκετεύω]] or <b class="b3">ἱκετεύω σε</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>932</span>, <span class="bibl">1183</span> (lyr.), <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>97</span> (anap.), cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>696</span>, al.:—Med., <span class="bibl">Id.<span class="title">Ec.</span>915</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:45, 12 December 2020
English (LSJ)
fut. A -σω E.IA462 (cj. Markl.), Isoc.7.69: aor. 1 ἱκέτευσα: used by Hom. only in impf. and aor. with ῐ metri gr., but in Trag. ῑ from the augm.:—Med. and Pass. (v. infr.):—approach as a suppliant, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Od.15.277, al.; ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε Il.16.574; ἐς Θήβας ἱ. Hes.Sc.13; ἱ. σε τῶνδε γουνάτων, πρὸς γονάτων σε, E.Hec.752, Med.854 (lyr.): abs., Hdt.3.48, Isoc.7.69, Phld.Piet. 63. 2 supplicate, beseech, c. acc. pers. et inf., ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι Od.11.530, cf. Hdt.1.11, S.OC1414, E.Ion 468 (lyr.); δέομαι ὑμῶν καὶ ἱ. καὶ ἀντιβολῶ . . βοηθῆσαι D.27.68; δεόμενον καὶ ἱκετεύοντα σοφίας μεταδιδόναι Pl.Euthd.282b; ἱ. τὸν θεόν, ἵνα . . Aristeas 233; ἱκετεύεις ἵνα ἀφεθῇς Arr.Epict.3.24.76; ἱ. ὡς . . Luc.Anach.1: c. gen. pers. et inf., beg of one that... E.IA 1242: c. dat., interpol. in Is.2.8:—Pass., τοῦ θεοῦ ἱκετευθέντος ὑπὸ σοῦ J.AJ6.2.2. 3 c. acc. rei, ὑπὲρ οἴκου . . ἱ. τάδε E.Or.673; ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Th.2.47; περὶ ὧν ἔδοξεν ἔννομα ἱκετεύειν ἐν τῇ βουλῇ IG22.218.8, cf. 337.34:—Pass., τὰ -όμενα Aristeas 192. 4 in Trag., freq. parenthetic, ἱκετεύω or ἱκετεύω σε, S.Ph.932, 1183 (lyr.), E.Hec.97 (anap.), cf. Ar.Nu.696, al.:—Med., Id.Ec.915 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1247] ein ἱκέτης sein, flehentlich bitten, anflehen; ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτετεν, c. inf., Od. 11, 529; bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender zu Einem kommen, ihn schutzflehend angehen, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα, 15, 277 u. öfter; auch ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, Il. 16, 574; öfter bei Soph. u. Eur. absolut eingeschoben; c. acc., ἱκετεύω σε πεισθῆναί τί μοι Soph. O. C. 1418; πρὸς γονάτων σὲ πάντες πάντως ἱκετεύομεν Eur. Med. 854; ἱκετεύομεν μὴ κτείνειν I. A. 1015; μὴ τλῇς φίλους κτανεῖν Cycl. 286 (vgl. Her. 1, 11 u. Xen. Cyr. 4, 6, 9); l. d. ist I. A. 1242 ἱκέτευσον πατρός, τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν. – Prosa, absolut, Her. 3, 48, oft mit δέομαι vrbdn, Plat., z. B. Phaed. 114 a, wie Dem. δέομαι καὶ ἱκετεύω καὶ ἀντιβολῶ 27, 68; τινά, Her. 6, 68; c. inf., 1, 11; ἐδεήθη καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστάς Plat. Apol. 34 c. Auffallend ist οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Is. 2, 8. – Das med. braucht Ar. Eccl. 915; auch v. l. Her. 3, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετεύω: μέλλ. -σω (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.) ἐν Εὐρ. Ι. Α. 462, Ἰσοκρ. 154Α: ἀόρ. ἱκέτευσα: ― ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ παρατ. καὶ ἀόρ. μετὰ ῐ χάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ παρὰ Τραγ. μετὰ ῑ ἕνεκα τῆς αὐξήσεως: ― Μεσ. καὶ Παθ. ἴδε κατωτ. πλησιάζω τινὰ ὡς ἱκέτης (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Ὀδ. Ο. 277, πρβλ. Η. 292, 301., Ρ. 573· ἐς Πηλῆ ἱκέτευσε Ἰλ. Π. 574, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13· ἱκ. τινὰ γονάτων ἢ πρὸς γονάτων Εὐρ. Ἑκ. 752, Μήδ. 854· ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 48., 5. 51. ― Παθ., ἀόρ. ἱκετευθεὶς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 2, 2. 2) δέομαι, παρακαλῶ, μετ᾿ αἰτ. προσώπου καὶ ἀπαρ., ὁ δέ με μάλα πόλλ᾿ ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι Ὀδ. Λ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 11, Σοφ. Ο. Κ. 1414, Εὐρ. Ἴωνα 468· ἱκ. ὡς.., Λουκ. Ἀνάχ. 1· - ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ. καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ τινα νά..., ἱκέτευσον πατρός τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1242· μετὰ δοτ., οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Ἰσαῖος π. τοῦ Μενεκλέους κλήρου § 8. 3) μετ, αἰτ. πράγμ., ὑπὲρ οἴκου… ἱκ. τάδε Εὐρ. Ὀρ. 673· ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Θουκ. 2. 47. 4) παρὰ Τραγ. συχν. παρενθετικῶς, ἱκετεύω ἢ ἱκετεύω σε, ὡς τὸ λίσσομαι, Σοφ. Φιλ. 932, 1181, Εὐρ. Ἑκ. 99· οὕτως, Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 696, κ. ἀλλ., καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 915· καὶ συχνάκις συνδεόμενον μετ, ἄλλων ῥημάτων ὁμοίας σημασίας, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἱκέτευον, ao. ἱκέτευσα, pf. inus.
1 venir comme suppliant : ἔς τινα, τινα, τινα γονάτων EUR s’approcher en suppliant des genoux de qqn;
2 venir supplier : τινα, τινος, τινι, avec l’inf. venir demander en suppliant à qqn de ; ἱκετεύω ὡς, supplier que.
Étymologie: ἱκέτης.
English (Autenrieth)
(ἱκέτης), aor. ἱκέτευσα: ap- proach as suppliant, supplicate, τινά, also w. praep. (Od. and Il. 16.574).
English (Slater)
ῐκετεύω
1 beg ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Pae. 9.8)
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ ἱκετεύω) ικέτης
1. ζητώ βοήθεια, προστασία
2. παρακαλώ θερμά
μσν.
προσεύχομαι στον θεό
αρχ.
πλησιάζω κάποιον ως ικέτης.
Greek Monotonic
ἱκετεύω: [ῐ], μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἱκέτευσα (ἱκέτης)·
1. πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον σαν ικέτης, ἐπεί σε ἱκέτευσα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἱκετεύω τινὰ γονάτων ή πρὸς γονάτων, σε Ευρ.
2. δέομαι, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, με αιτ. προσ. και απαρ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, με γεν. προσ. και απαρ., παρακαλώ κάποιον να..., ἱκέτευσον πατρὸς τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν, σε Ευρ.
3. με αιτ. πράγμ., αιτούμαι, ζητώ κάτι σαν ικέτης, στον ίδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκετεύω: (ῐ) (редко тж. med. Arph.)
1) умолять о защите, просить убежища: ἐς Πηλῆ᾽ ἱκέτευσε καὶ ἐς Θέτιν Hom. он просил у Пелея и Фетиды убежища;
2) умолять, слезно просить (μὴ κτείνειν τινά Eur.; φράσαι τὴν ἀλήθειαν Her.): ἱ. τινά Hom., Soph., Eur., Her. etc., τινός Eur., редко τινί Isae. умолять кого-л.; ἱ. τινὰ (πρὸς) γονάτων Eur. с мольбой припадать к чьим-л. коленям.
Middle Liddell
ἱ˘κετεύω, ἱκέτης
1. to approach as a suppliant, ἐπεί σε ἱκέτευσα Od.; ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε Il.; ἱκ. τινὰ γονάτων or πρὸς γονάτων Eur.
2. to supplicate, beseech one to do a thing, c. acc. et inf., Od., Hdt., attic:—also c. gen. pers. et inf. to beg of one that . . , Eur.
3. c. acc. rei, to ask a thing as a suppliant, Eur., Thuc.