φυσιάω: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. [[αἷμα]] ἐξέπνευσε; zischend, [[ἔχις]] φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. [[αἷμα]] ἐξέπνευσε; zischend, [[ἔχις]] φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Übertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:50, 29 December 2020
English (LSJ)
Ep. part. φῡσιόων:—intr., A blow, puff, snort, breathe hard, pant, ἵπποι φυσιόωντες Il.4.227, 16.506; μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον A.Eu.248; φυσιῶν . . ἐκβάλλει ῥοὴν . . φοινίου σταλάγματος S.Ant.1238: metaph., μέσφ' ὁ δαίμων οὔρια φυσιάει Cerc.4.49. 2 hiss, φυσιόωσα ἔχις Opp.C.3.439, cf. 1.262. 3 metaph., to be puffed up, Naumach. ap. Stob.4.23.7.
German (Pape)
[Seite 1317] blasen, schnauben, heftig, mit Anstrengung athmen; ἵπποι φυσιόωντες Il. 4, 227. 16, 506; Aesch. Eum. 239; φυσιῶν ὀξεῖαν ἐκβάλλει πνοὴν φοινίου σταλάγματος Soph. Ant. 1224, Schol. αἷμα ἐξέπνευσε; zischend, ἔχις φυσιόωσα Opp. Cyn. 1, 262. – Übertr., sich aufblasen, großprahlen, Sp. – Bei LXX. u. im N. T. auch trans., aufblasen, aufblähen.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσιάω: Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ φυσάω 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἀναπνέω δυνατά, ἀναπνέω μετὰ δυσκολίας, ἀσθμαίνω, ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ σπλάγχνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. φυσάω ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) σίζω, συρίζω, φυσιόωσα ἔχις Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
souffler avec force, respirer bruyamment.
Étymologie: φῦσα.
Greek Monotonic
φῡσιάω: Επικ. μτχ. αμτβ., φυσάω, ξεφυσάω, αναπνέω δυνατά, ασθμαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φῡσιάω: тяжело дышать, храпеть (ἵπποι φυσιόωντες Hom.): φ. τινι Aesch. задыхаться от чего-л.; φυσιῶν ἐχβάλλει πνοήν (v. l. ῥοήν) Soph. он с хрипением испускает дух.
Middle Liddell
φῡσιάω,
epic part. φῡσιόων, intr. to blow, puff, breathe hard, pant, Il., Aesch., Soph.