πομπαῖος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pompaios | |Transliteration C=pompaios | ||
|Beta Code=pompai=os | |Beta Code=pompai=os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[escorting]], [[conducting]], <b class="b3">π. οὖρος</b> a [[fair]] wind, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.34</span>; so of a ship, εἰς ὅρμους… ἐλάτα π. <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1322</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> epith. of Hermes, [[who escorted the souls of the dead]] to the nether world, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>91</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>832</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>759</span> (anap.), <span class="bibl">D.L.8.31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:10, 30 December 2020
English (LSJ)
α, ον, A escorting, conducting, π. οὖρος a fair wind, Pi.P.1.34; so of a ship, εἰς ὅρμους… ἐλάτα π. E.IA1322 (lyr.). II epith. of Hermes, who escorted the souls of the dead to the nether world, A.Eu.91, S.Aj.832, E.Med.759 (anap.), D.L.8.31.
German (Pape)
[Seite 678] auch 2 Endgn, geleitend; οὖρος, Pind. P. 1, 34, d. i. günstiger Wind; der Führer, Aesch. Eum. 91; Ἑρμῆς, Soph. Ai. 819, der die Seelen der Abgeschiedenen in die Unterwelt geleitete, wie Eur. Med. 759, der auch ἐλάταν πομπαίαν vrbdt, I. A. 1323, vom Schiffe; – τὰ πομπαῖα ἄγειν, Eust., = πομπεύω.
Greek (Liddell-Scott)
πομπαῖος: -α, -ον, (πομπὴ) ὁ προπέμπων, συνοδεύων, π. οὖρος, οὔριος ἄνεμος, Πινδ. Π. 1. 66· οὕτως ἐπὶ πλοίου, ἐς Τροίαν... ἐλάτα π. Εὐρ. Ι. Α. 1322, πρβλ. πομπεύς· π. στρατηγὸς Ἑλλ. Ἐπιγρ. 3348. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ συνοδεύοντος καὶ ὁδηγοῦντος τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν εἰς τὸν κάτω κόσμον, ὡς τὸ ψυχοπομπός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 91, Σοφ. Αἴ. 832, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 742.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui conduit, ép. d’Hermès, conducteur des âmes aux enfers.
Étymologie: πομπή.
English (Slater)
πομπαῑος
1 favourable ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (P. 1.34)
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει
2. (το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ψυχοπομπός, αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη
3. (για άνεμο) ούριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή / πομπός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δρομ-αίος)].
Greek Monotonic
πομπαῖος: -α, -ον (πομπή),
I. αυτός που συνοδεύει, σε Ευρ.· πομπαῖος οὖρος, ούριος άνεμος, ευνοϊκός άνεμος, σε Πίνδ.
II. λέγεται για τον Ερμή, που συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πομπαῖος:
1) ведущий, провожающий, сопровождающий (Ἑρμῆς Aesch., Soph.);
2) везущий, увозящий (ἐλάτα Eur.);
3) сопутствующий, попутный (οὖρος Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πομπαῖος -α -ον [πομπή] begeleidend:; πομπαῖον ἐλθεῖν οὔρον dat er een gunstige wind komt Pind. P. 1.34; subst. begeleider (van de zielen), epith. van Hermes.
Middle Liddell
πομπαῖος, η, ον πομπή
I. escorting, conveying, Eur.; π. οὖρος a fair wind, Pind.
II. of Hermes, who escorted the souls of the dead, Aesch., Soph.