εξηγώ: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξηγώ]], -άω (AM ἐξηγῶ, -έω, Α και | |mltxt=και [[ξηγώ]], -άω (AM ἐξηγῶ, -έω, Α και ἐξηγοῦμαι, -έομαι)<br /><b>1.</b> [[ερμηνεύω]], [[διασαφώ]] («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταφράζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκθέτω]] τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῦ Ηλίου»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[δίνω]] εξηγήσεις για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις (εξηγήθηκα με τον συνεταίρο μου»)<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] [[συγγνώμη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μνημονεύω]], [[αναφέρω]]<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[περιγράφω]], [[διηγούμαι]] με λεπτομέρειες («τοιαῡτ' ἐμοῡ λόγοισιν ἐξηγουμένου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[αρχηγός]], [[προΐσταμαι]] («τῶν δ' ἐξηγείσθω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατέχω]] [[κάτι]], έχω στην [[κυριαρχία]] μου («εξηγοῦμαι τοῦ θρόνου»)<br /><b>3.</b> [[κυβερνώ]], [[διοικώ]]<br /><b>4.</b> [[προηγούμαι]], [[προπορεύομαι]]<br /><b>5.</b> [[δείχνω]] τον δρόμο, [[καθοδηγώ]] («ἅ δ' ἑκάτεροι ἐξηγεῑσθε τοῖς συμμάχοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[οδηγώ]] [[στράτευμα]] ως [[αρχηγός]]<br /><b>7.</b> [[υπαγορεύω]] σε κάποιον [[επίσημο]] [[κείμενο]] («αὐτὸς ἐξηγεῑτο τὸν νόμον [τοῦτον] τῷ κήρυκι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διατάζω]] («ποιἡσουσι τοῦτο, τὸ ἄν ἐκεῑνος ἐξηγέηται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> (για μάντη) [[υποδεικνύω]], [[συμβουλεύω]] («ὁ [[μάντις]] ἐξηγεῑτό σοι μητροκτονεῑν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγώ</i>, μόνο εν συνθέσει <span style="color: red;"><</span> [[ηγούμαι]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
και ξηγώ, -άω (AM ἐξηγῶ, -έω, Α και ἐξηγοῦμαι, -έομαι)
1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.)
2. μεταφράζω
νεοελλ.
1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῦ Ηλίου»)
2. μέσ. δίνω εξηγήσεις για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις (εξηγήθηκα με τον συνεταίρο μου»)
3. ζητώ συγγνώμη
μσν.
1. μνημονεύω, αναφέρω
2. ορίζω, καθορίζω
αρχ.-μσν.
περιγράφω, διηγούμαι με λεπτομέρειες («τοιαῡτ' ἐμοῡ λόγοισιν ἐξηγουμένου», Αισχύλ.)
αρχ.
1. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι («τῶν δ' ἐξηγείσθω», Ομ. Ιλ.)
2. κατέχω κάτι, έχω στην κυριαρχία μου («εξηγοῦμαι τοῦ θρόνου»)
3. κυβερνώ, διοικώ
4. προηγούμαι, προπορεύομαι
5. δείχνω τον δρόμο, καθοδηγώ («ἅ δ' ἑκάτεροι ἐξηγεῑσθε τοῖς συμμάχοις», Θουκ.)
6. οδηγώ στράτευμα ως αρχηγός
7. υπαγορεύω σε κάποιον επίσημο κείμενο («αὐτὸς ἐξηγεῑτο τὸν νόμον [τοῦτον] τῷ κήρυκι», Δημοσθ.)
8. διατάζω («ποιἡσουσι τοῦτο, τὸ ἄν ἐκεῑνος ἐξηγέηται», Ηρόδ.)
9. (για μάντη) υποδεικνύω, συμβουλεύω («ὁ μάντις ἐξηγεῑτό σοι μητροκτονεῑν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηγώ, μόνο εν συνθέσει < ηγούμαι].