ευτυχώ: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(15) |
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ εὐτυχῶ, -έω) [[ευτυχής]]<br />[[είμαι]] [[ευτυχής]], [[ευδαιμονώ]], [[ευημερώ]], [[είμαι]] σε καλή [[κατάσταση]] (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ [[τετράκις]] εὐτυχέων», <b>Πίνδ.</b> β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ.) [[ευτυχισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> [[ευτυχής]], [[ευδαίμων]] («ευτυχισμένη [[οικογένεια]]»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[πλούσιος]], [[εύφορος]] («ευτυχισμένο [[νησί]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί σε [[ευτυχία]], αυτός που φέρνει [[ευτυχία]] («[[ευτυχισμένος]] ο [[καινούργιος]] [[χρόνος]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευτυχισμένη [[ιδέα]]» — [[ευτυχής]], επιτυχημένη [[έμπνευση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τυχαίνω]], έχω την [[τύχη]] να...<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κάτι]] σε [[αφθονία]] («τοιοῡτον [[στόλιον]] ἡ γῆ παντόχροον ἐφόρει, τοιοῡτον [[πέπλον]] εὐανθές, εὐύφαντον ηὐτύχει», Κ. Μανασσ.)<br /><b>2.</b> [[πετυχαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πετυχαίνω]] στην [[εκτέλεση]] ή [[επιδίωξη]] του σκοπού μου («ὡς τἄλλα γ' εἶπας, [[εἴπερ]] εὐτυχήσομεν, κάλλισθ' ἑλόντες σκύμνον ἀνοσίου πατρός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[ευδοκιμώ]], πάω καλά («ἰὼ βρότεια πράγματ᾿<br /> | |mltxt=(ΑΜ εὐτυχῶ, -έω) [[ευτυχής]]<br />[[είμαι]] [[ευτυχής]], [[ευδαιμονώ]], [[ευημερώ]], [[είμαι]] σε καλή [[κατάσταση]] (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ [[τετράκις]] εὐτυχέων», <b>Πίνδ.</b> β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ.) [[ευτυχισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> [[ευτυχής]], [[ευδαίμων]] («ευτυχισμένη [[οικογένεια]]»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[πλούσιος]], [[εύφορος]] («ευτυχισμένο [[νησί]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί σε [[ευτυχία]], αυτός που φέρνει [[ευτυχία]] («[[ευτυχισμένος]] ο [[καινούργιος]] [[χρόνος]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευτυχισμένη [[ιδέα]]» — [[ευτυχής]], επιτυχημένη [[έμπνευση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τυχαίνω]], έχω την [[τύχη]] να...<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κάτι]] σε [[αφθονία]] («τοιοῡτον [[στόλιον]] ἡ γῆ παντόχροον ἐφόρει, τοιοῡτον [[πέπλον]] εὐανθές, εὐύφαντον ηὐτύχει», Κ. Μανασσ.)<br /><b>2.</b> [[πετυχαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πετυχαίνω]] στην [[εκτέλεση]] ή [[επιδίωξη]] του σκοπού μου («ὡς τἄλλα γ' εἶπας, [[εἴπερ]] εὐτυχήσομεν, κάλλισθ' ἑλόντες σκύμνον ἀνοσίου πατρός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[ευδοκιμώ]], πάω καλά («ἰὼ βρότεια πράγματ᾿<br />εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] [[ευτυχία]]<br /><b>4.</b> [[αποκτώ]], [[παίρνω]] («εὐτυχεῑν [[παρά]] τῶν Σεβαστῶν στέφανον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εὐτύχει», «εὐτυχεῑτε» — [[ευχή]] που γραφόταν στο [[τέλος]] επιστολών ή επιτύμβιων επιγραφών. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 26 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐτυχῶ, -έω) ευτυχής
είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του»)
νεοελλ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος, -η, -ο
1. ευτυχής, ευδαίμων («ευτυχισμένη οικογένεια»)
2. (για τόπο) πλούσιος, εύφορος («ευτυχισμένο νησί»)
3. αυτός που οδηγεί σε ευτυχία, αυτός που φέρνει ευτυχία («ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος»)
4. φρ. «ευτυχισμένη ιδέα» — ευτυχής, επιτυχημένη έμπνευση
νεοελλ.-μσν.
1. τυχαίνω, έχω την τύχη να...
μσν.
1. έχω κάτι σε αφθονία («τοιοῡτον στόλιον ἡ γῆ παντόχροον ἐφόρει, τοιοῡτον πέπλον εὐανθές, εὐύφαντον ηὐτύχει», Κ. Μανασσ.)
2. πετυχαίνω
αρχ.
1. πετυχαίνω στην εκτέλεση ή επιδίωξη του σκοπού μου («ὡς τἄλλα γ' εἶπας, εἴπερ εὐτυχήσομεν, κάλλισθ' ἑλόντες σκύμνον ἀνοσίου πατρός», Ευρ.)
2. (για πράγματα) ευδοκιμώ, πάω καλά («ἰὼ βρότεια πράγματ᾿
εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν», Αισχύλ.)
3. φέρνω ευτυχία
4. αποκτώ, παίρνω («εὐτυχεῑν παρά τῶν Σεβαστῶν στέφανον», επιγρ.)
5. φρ. «εὐτύχει», «εὐτυχεῑτε» — ευχή που γραφόταν στο τέλος επιστολών ή επιτύμβιων επιγραφών.