εύκολος: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, [[χωρίς]] κόπο, ο [[ευκατόρθωτος]] («δεν [[είναι]] εύκολο [[πράμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]] (α. «ὁ δ' [[εὔκολος]] μὲν ἐνθάδ', [[εὔκολος]] δ' ἐκεῑ» — [[καλόβολος]] εδώ, [[καλόβολος]] κι [[εκεί]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — [[φιλικός]] [[προς]] τους πολίτες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῑ | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, [[χωρίς]] κόπο, ο [[ευκατόρθωτος]] («δεν [[είναι]] εύκολο [[πράμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]] (α. «ὁ δ' [[εὔκολος]] μὲν ἐνθάδ', [[εὔκολος]] δ' ἐκεῑ» — [[καλόβολος]] εδώ, [[καλόβολος]] κι [[εκεί]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — [[φιλικός]] [[προς]] τους πολίτες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῑ ταῖς ὀργαῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[καταληπτός]], ο [[ευνόητος]] («αυτό το [[πρόβλημα]] [[είναι]] πολύ εύκολο»)<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την [[τροφή]] του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η [[αυτάρκεια]], η [[μετριότητα]] στο [[φαγητό]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>3.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[ευκίνητος]] («[[εὔκολος]], [[ὑγρομελής]]» — για πυρρίχιο στίχο, <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>5.</b> επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον<br /><b>6.</b> επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόλως</i> και <i>εύκολα</i> (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο, με [[ευκολία]], με [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[προσοχή]], [[χωρίς]] [[επιμέλεια]], απερίσκεπτα, [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πραότητα]], με [[ησυχία]] («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία [[σύνδεση]] του β' συνθετικού της λέξεως με το [[κόλον]] «[[τροφή]]» όσο και η [[αναγωγή]] του στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- που απαντά στο [[πέλομαι]] [[είναι]] αμφίβολες (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δύσκολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευκολία]], [[ευκολύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευκολίνη</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευκολότητα]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ. λ.</b> <i>ευκολο</i>-)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:54, 27 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκολος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ' εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῑ» — καλόβολος εδώ, καλόβολος κι εκεί, Αριστοφ.
β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — φιλικός προς τους πολίτες, Αριστοφ.)
3. (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα προς κάτι, ο επιρρεπής («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῑ ταῖς ὀργαῑς», Πλούτ.)
4. αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευνόητος («αυτό το πρόβλημα είναι πολύ εύκολο»)
μσν.
πρόσφορος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την τροφή του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η αυτάρκεια, η μετριότητα στο φαγητό, Πλάτ.)
2. έτοιμος, πρόθυμος
3. ασταθής, ευμετάβλητος
4. εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευκίνητος («εὔκολος, ὑγρομελής» — για πυρρίχιο στίχο, Πολυδ.)
5. επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον
6. επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
επίρρ...
ευκόλως και εύκολα (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)
1. με εύκολο τρόπο, με ευκολία, με ευχέρεια
2. χωρίς προσοχή, χωρίς επιμέλεια, απερίσκεπτα, πρόχειρα
αρχ.
με πραότητα, με ησυχία («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία σύνδεση του β' συνθετικού της λέξεως με το κόλον «τροφή» όσο και η αναγωγή του στη ρίζα kwel- που απαντά στο πέλομαι είναι αμφίβολες (πρβλ. και δύσκολος).
ΠΑΡ. ευκολία, ευκολύνω
αρχ.
ευκολίνη
νεοελλ.
ευκολότητα. (Για τα σύνθ. βλ. λ. ευκολο-)].