Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπιστεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπιστεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[πιστεύω]] πολύ, έχω [[τυφλή]] [[πίστη]] σε κάποιον, έχω [[πεποίθηση]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[καταπιστεύω]] ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» — μέ εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπιστοσύνης από κάποιον («ταῑς Μούσαις καταπεπιστευμένος» — που τον έχουν εμπιστευθεί οι Μούσες, Φάλαρ.)<br />β) «καταπιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύεται [[κάποιος]] [[κάτι]] («καταπιστευθεὶς τὰ της πόλεως χρήματα», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πιστεύω]] «[[εμπιστεύομαι]]»].
|mltxt=[[καταπιστεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[πιστεύω]] πολύ, έχω [[τυφλή]] [[πίστη]] σε κάποιον, έχω [[πεποίθηση]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[καταπιστεύω]] ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» — μέ εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπιστοσύνης από κάποιον («ταῖς Μούσαις καταπεπιστευμένος» — που τον έχουν εμπιστευθεί οι Μούσες, Φάλαρ.)<br />β) «καταπιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύεται [[κάποιος]] [[κάτι]] («καταπιστευθεὶς τὰ της πόλεως χρήματα», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πιστεύω]] «[[εμπιστεύομαι]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπιστεύω Medium diacritics: καταπιστεύω Low diacritics: καταπιστεύω Capitals: ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: katapisteúō Transliteration B: katapisteuō Transliteration C: katapisteyo Beta Code: katapisteu/w

English (LSJ)

A trust, ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι Plb.2.3.3; τινι Hld.4.13: c. pres. or fut. inf., Id.6.7, 1.23; ἐν φίλοις LXXMi.7.5: abs., feel confidence, Plu.Lys.8, Gal.12.692. II entrust, τινὶ τὴν ἄμυναν, τὴν διοίκησιν, Zos.1.36, 3.2; ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξουσίᾳ τοσαύτης ἀρχῆς κίνδυνον Id.1.5; τινι c. inf., Sammelb. 5273.4 (v A. D.):—Pass., to be entrusted, POxy.136.8 (vi A. D.): also in pf. part., devoted, ἀνὴρ ταῖς Μούσαις -πεπιστευμένος Phalar.Ep.93.1.

German (Pape)

[Seite 1370] anvertrauen, τινί τι, Sp.; – trauen, τινί, Pol. 2, 3, 3 u. öfter; absolut, Plut. Lysand. 8.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιστεύω: πιστεύω πολύ, παρέχω τυφλὴν πίστιν, ἔχω πεποίθησιν, ἄνευ πτώσεως, πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Πλουτ. Λύσ. 8· τινί, εἴς τινα, Πολύβ. 2.3, 3. ΙΙ. ἐμπιστεύομαι, τινί τι, Ζώσιμ. 1, 5 καὶ 36., 3, 2.- Παθ., μὲ ἐμπιστεύεταί τις, Φάλαρ. 2) Παθ., ὡσαύτως, μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπιστεύεταί τι εἰς ἐμέ, καταπιστευθεὶς τὰ τῆς πόλεως χρήματα· τὴν καταπεπιστευμένην αὐτῷ διακονίαν Φωτ. Ἐπ. 178, Βιβλ. 497, 6.

French (Bailly abrégé)

se confier, être confiant.
Étymologie: κατά, πιστεύω.

Greek Monolingual

καταπιστεύω (AM)
1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτικαταπιστεύω ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.)
2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» — μέ εμπιστεύεται κάποιος, γίνομαι αντικείμενο εμπιστοσύνης από κάποιον («ταῖς Μούσαις καταπεπιστευμένος» — που τον έχουν εμπιστευθεί οι Μούσες, Φάλαρ.)
β) «καταπιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύεται κάποιος κάτι («καταπιστευθεὶς τὰ της πόλεως χρήματα», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιστεύω «εμπιστεύομαι»].

Greek Monotonic

καταπιστεύω: μέλ. -σω, έχω τυφλή εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, πιστεύω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πιστεύω vertrouwen hebben.

Russian (Dvoretsky)

καταπιστεύω: доверять(ся), питать доверие (τινί Polyb.): πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Plut. все (жители Милета), доверившиеся (Лисандру), были перебиты.

Middle Liddell

fut. σω
to trust, Plut.