οίκηση: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(28) |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[οἴκησις]]) [[οικώ]]<br /><b>1.</b> η [[χρησιμοποίηση]] στεγασμένου χώρου για [[διαμονή]], το να κατοικεί [[κανείς]], η [[κατοίκηση]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου κατοικεί [[κάποιος]], [[κατοικία]], [[οίκημα]], [[σπίτι]] («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων [[δίχα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> προσωπική [[δουλεία]] [[υπέρ]] φυσικού προσώπου η οποία συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό [[δικαίωμα]] του δικαιούχου να χρησιμοποιεί [[ξένη]] [[οικοδομή]] ή [[ξένο]] [[διαμέρισμα]] ως [[κατοικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]]<br /><b>2.</b> [[φωλιά]] ζώου, πτηνού<br /><b>3.</b> το κατοικημένο [[τμήμα]] χώρας ή περιοχής («διὰ τὸ τὴν οἴκησιν | |mltxt=η (ΑΜ [[οἴκησις]]) [[οικώ]]<br /><b>1.</b> η [[χρησιμοποίηση]] στεγασμένου χώρου για [[διαμονή]], το να κατοικεί [[κανείς]], η [[κατοίκηση]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]] όπου κατοικεί [[κάποιος]], [[κατοικία]], [[οίκημα]], [[σπίτι]] («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων [[δίχα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> προσωπική [[δουλεία]] [[υπέρ]] φυσικού προσώπου η οποία συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό [[δικαίωμα]] του δικαιούχου να χρησιμοποιεί [[ξένη]] [[οικοδομή]] ή [[ξένο]] [[διαμέρισμα]] ως [[κατοικία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τάφος]]<br /><b>2.</b> [[φωλιά]] ζώου, πτηνού<br /><b>3.</b> το κατοικημένο [[τμήμα]] χώρας ή περιοχής («διὰ τὸ τὴν οἴκησιν κεῖσθαι ταύτην ἄρκτον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[πόλη]]) [[διοίκηση]], [[διακυβέρνηση]] («περὶ πόλεως οἰκήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σύνολο]] διάσπαρτων [[συνήθως]] οικημάτων ανθρώπων που [[ακόμη]] δεν έχουν οργανωθεί σε πόλεις, [[συνοικισμός]] («τῶν τὴν μεσόγαιαν ἐχόντων αὐτόνομοι οὖσαι καὶ πρότερον ἀεὶ οἰκήσεις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[οικογένεια]], [[νοικοκυριό]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ οἴκησις) οικώ
1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση
2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ φυσικού προσώπου η οποία συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου να χρησιμοποιεί ξένη οικοδομή ή ξένο διαμέρισμα ως κατοικία
αρχ.
1. τάφος
2. φωλιά ζώου, πτηνού
3. το κατοικημένο τμήμα χώρας ή περιοχής («διὰ τὸ τὴν οἴκησιν κεῖσθαι ταύτην ἄρκτον», Αριστοτ.)
4. (για πόλη) διοίκηση, διακυβέρνηση («περὶ πόλεως οἰκήσεως», Πλάτ.)
5. σύνολο διάσπαρτων συνήθως οικημάτων ανθρώπων που ακόμη δεν έχουν οργανωθεί σε πόλεις, συνοικισμός («τῶν τὴν μεσόγαιαν ἐχόντων αὐτόνομοι οὖσαι καὶ πρότερον ἀεὶ οἰκήσεις», Θουκ.)
6. οικογένεια, νοικοκυριό.